Η κρι­τι­κή για άλ­λους συ­ναν­θρώ­πους εί­ναι μια πο­λύ δύ­σκο­λη υ­πό­θε­ση. Η κρι­τι­κή για άλ­λους δη­μο­σιο­γρά­φους εί­ναι α­κό­μη δυ­σκο­λό­τε­ρη. Δυο σχε­τι­κά βα­σι­κά ε­ρω­τή­μα­τα εί­ναι 1) το ποιος θα κρί­νει τους κρι­τές και α­πό πού αυ­τοί ορ­μώ­με­νοι θε­ω­ρούν ό­τι μπο­ρούν να κρί­νουν άλ­λους και 2) εί­ναι ά­ρα­γε μια ο­ποια­δή­πο­τε κρι­τι­κή για κά­τι που δη­μο­σιο­ποιεί­ται έ­να ψα­λί­δι­σμα της ε­λευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης και του λό­γου;

Ε­άν προ­σπα­θή­σου­με να α­πα­ντή­σου­με στα α­νω­τέ­ρω εί­ναι σί­γου­ρο ό­τι θα πέ­σου­με σε έ­ναν λα­βύ­ριν­θο για το τι πρέ­πει και τι δεν πρέ­πει. Φαί­νε­ται ό­μως να υ­πάρ­χει έ­να κρι­τή­ριο, και αυ­τό εί­ναι «το εύ­λο­γον», ό­πως το ο­νό­μα­ζαν οι Σκε­πτι­κοί Φι­λό­σο­φοι της μέ­σης Πλα­τω­νι­κής Α­κα­δη­μί­ας. Δη­λα­δή, ό­ταν η κοι­νή λο­γι­κή και η α­πλή αν­θρώ­πι­νη αι­σθη­τι­κή μας «ε­πα­να­στα­τούν», τό­τε πρέ­πει να κρί­νου­με και να μι­λή­σου­με. Εί­ναι α­πλά αυ­τό που ο λα­ός λέ­ει: «Έ­χει φτά­σει ο κό­μπος στο χτέ­νι». Ει­δι­κά σε θέ­μα­τα αι­σθη­τι­κής ό­που η κα­κο­γου­στιά σε βομ­βαρ­δί­ζει α­πό πα­ντού, μέ­σα σε έ­να σά­πιο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, που στο ό­νο­μα του κέρ­δους δεν α­φή­νει τί­πο­τε όρ­θιο, ε­κεί κά­ποιοι τε­λι­κά πρέ­πει να α­ντι­στα­θούν.

Για να κα­τα­λά­βε­τε σε τι α­σχή­μια μπο­ρεί να φέ­ρει η κα­πι­τα­λι­στι­κή αι­σχρο­κέρ­δεια τους αν­θρώ­πους πα­ρα­θέ­του­με πιο κά­τω μέ­ρος μι­κρού άρ­θρου α­πό την «Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α» της 10-1-2005 με τί­τλο «Μή­νυ­σε κα­νά­λι για­τί α­η­δί­α­σε». Δια­βά­ζου­με: «Μή­νυ­ση στο α­με­ρι­κα­νι­κό τη­λε­ο­πτι­κό δί­κτυο ΝΒC λό­γω ...α­η­δί­ας έ­κα­νε τη­λε­θε­α­τής που ζη­τεί 2,5 ε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια ε­πει­δή αρ­ρώ­στη­σε πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τους παί­κτες του ριά­λι­τι «Fear Factor» να τρώ­νε πο­ντί­κια. Στην τε­τρα­σέ­λι­δη χει­ρό­γρα­φη μή­νυ­σή του ο Ό­στιν Άτ­κεν, α­πό το Κλή­βε­λα­ντ, α­να­φέ­ρει ό­τι κα­θώς έ­βλε­πε το ριά­λι­τι παι­χνί­δι «Πα­ρά­γο­ντας φό­βου», που κα­λεί τους δια­γω­νι­ζό­με­νους να πε­ρά­σουν α­πό διά­φο­ρες εξ­τρίμ δο­κι­μα­σί­ες για να κερ­δί­σουν κά­ποιο χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο, έ­νιω­σε να του α­νε­βαί­νει η πί­ε­ση σε ση­μεί­ο που ζα­λί­στη­κε τό­σο ώ­στε χτύ­πη­σε το κε­φά­λι του στην πόρ­τα. «Το να βλέ­πεις αν­θρώ­πους στην τη­λε­ό­ρα­ση να τρώ­νε νε­κρά πο­ντί­κια εί­ναι τρε­λό. Έ­κα­να ε­με­τό ό­πως και άλ­λο έ­να ά­το­μο μέ­σα στο σπί­τι». Φαί­νε­ται ό­τι ο Άτ­κεν δεν εί­χε ξα­να­πα­ρα­κο­λου­θή­σει το συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα το ο­ποί­ο προ­βάλ­λε­ται αρ­κε­τά χρό­νια με με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α στην αμε­ρι­κά­νι­κη μι­κρή ο­θό­νη. Σε άλ­λα ε­πει­σό­δια οι συμ­με­τέ­χο­ντες έ­χουν φά­ει α­ρά­χνες, κα­τσα­ρί­δες, σκου­λή­κια, έ­χουν μπει σε φέ­ρε­τρα ή γυά­λι­να κου­τιά γε­μά­τα φί­δια και άλ­λα ερ­πε­τά. Ο δι­κη­γό­ρος πά­ντως του κ. Άτ­κεν σε δη­λώ­σεις του που δη­μο­σιεύ­ει η ι­στο­σε­λί­δα του ΒΒC α­να­φέ­ρει με­τα­ξύ άλ­λων ό­τι το κα­νά­λι στέλ­νει λά­θος μη­νύ­μα­τα στους τη­λε­θε­α­τές του ό­ταν πα­ρου­σιά­ζει αν­θρώ­πους να κά­νουν στην τη­λε­όρα­ση τα πά­ντα για το χρή­μα».

Αυ­τά έ­χει να μας πει η «Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α» σχε­τι­κά με το ξε­πού­λη­μα της αν­θρώ­πι­νης α­ξιο­πρέ­πειας για μια χού­φτα λε­φτά. Η α­να­φο­ρά μας σ’ αυ­τό το άρ­θρο της «Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­ας» εί­ναι α­πλώς εν­δει­κτι­κή, θα μπο­ρού­σα­με να α­να­φέ­ρου­με δε­κά­δες άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ό­που τα λε­φτά ξε­φτι­λί­ζουν κά­θε έν­νοια αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης, θα ή­θε­λα ό­μως ε­δώ να το­νί­σω ό­τι το προ­α­να­φερ­θέν α­η­δια­στι­κό τη­λε­ο­πτι­κό α­με­ρι­κα­νι­κό παι­χνί­δι το α­να­με­τα­δί­δει, έ­χο­ντας προ­φα­νώς ε­ξα­σφα­λί­σει τα δι­καιώ­μα­τα, και κά­ποιο δι­κό μας ελ­λη­νι­κό κα­νά­λι. Έ­χου­με δει ό­μως και άλ­λα «ό­μορ­φα» στα δι­κά μας ελ­λη­νι­κά κα­νά­λια, ό­πως αν­θρώ­πους να δη­λώ­νουν ό­τι θα «κάρ­φω­ναν» χω­ρίς α­να­στο­λές συ­να­δέλ­φους τους, προ­κει­μέ­νου να πά­ρουν μια κα­λή θέ­ση σε κά­ποια δου­λειά. Κι αυ­τό ε­πί­σης το α­να­φέ­ρου­με εν­δει­κτι­κά για να κα­τα­δεί­ξου­με το «υ­ψη­λό ε­πί­πε­δο» των ελ­λη­νι­κών ριά­λι­τις.

Αυ­τά ως προς τα ριά­λι­τις. Δυ­στυ­χώς ό­μως, ε­δώ και κά­ποια χρό­νια, έ­χει πα­ρου­σια­στεί και έ­να νέ­ο «φρού­το» στην ελ­λη­νι­κή τη­λε­ό­ρα­ση, ι­διαί­τε­ρα στα μι­κρά κα­νά­λια. Εί­ναι το «τη­λε­μάρ­κε­τιν­γκ», τύ­που «ελ­λα­δε­μπο­ρι­κού». Δεν τολ­μώ σ’ αυ­τήν τη σύν­θε­τη λέ­ξη να βάλ­λω στην Ελ­λά­δα «Ε» κε­φα­λαί­ο.

Κα­τα­λα­βαί­νω ό­τι οι και­ροί εί­ναι δύ­σκο­λοι και κά­ποιοι άν­θρω­ποι πρέ­πει να ζή­σουν, αυ­τοί και οι οι­κο­γέ­νειές τους, ι­διαί­τε­ρα αν εί­ναι πο­λύ­τε­κνοι. Ό­μως το να προ­ω­θείς ι­δέ­ες και σκέ­ψεις και να λες πράγ­μα­τα που δεν πι­στεύ­εις, προ­κει­μέ­νου να «που­λή­σεις», δεν εί­ναι δε­ο­ντο­λο­γι­κό, ού­τε καν με κρι­τή­ρια ε­μπο­ρί­ου. Κά­θε πω­λη­τής στο ε­μπό­ριο πι­στεύ­ει ό­τι το προ­ϊ­όν του σε σχέ­ση τι­μής και α­πό­δο­σης εί­ναι κα­λό. Σπά­νια βρί­σκεις πω­λη­τές να πω­λούν κά­τι το ο­ποί­ο πι­στεύ­ουν ό­τι εί­ναι ε­ντε­λώς σκάρ­το. Κά­τι τέ­τοιο θα τους δη­μιουρ­γού­σε την αί­σθη­ση του «α­πα­τε­ώ­να» και ό­χι του πω­λη­τή.

Δυ­στυ­χώς ό­μως αυ­τή εί­ναι η κα­τά­στα­ση που ε­πι­κρα­τεί σή­με­ρα. Α­κό­μη και αυ­τοί οι «τη­λέ­μπο­ροι» που έ­χουν κα­λές προ­θέ­σεις, φτά­νουν στο ση­μεί­ο, εξ αι­τί­ας των υ­περ­βο­λών τους, να κά­νουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­κό α­ντί για κα­λό, παρ ό­λο που κά­τι τέ­τοιο δεν θα το ή­θε­λαν. Συγ­χέ­ουν την αύ­ξη­ση της α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τάς τους μέ­σα στο κοι­νό, ό­ταν περ­πα­τούν π.χ. στον δρό­μο, με κά­ποια υ­πο­τι­θέ­με­νη ε­πι­τυ­χί­α τους. Ε­κεί αρ­χί­ζουν τα σύν­δρο­μα του ναρ­κισ­σι­σμού και της «μα­γκιάς», θε­ω­ρούν «μα­γκιά» να που­λούν φύ­κια για με­τα­ξω­τές κορ­δέ­λες, θε­ω­ρούν «ε­ξυ­πνά­δα» να εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται τα αι­σθή­μα­τα πα­τριω­τι­σμού των α­πλών συ­μπο­λι­τών μας για να τους που­λούν τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές αμ­φι­βό­λου ποιό­τη­τας βι­βλί­α, γραμ­μέ­να στο πό­δι, που εκ­δί­δο­νται με το κι­λό α­πό οί­κους που να μην τους χα­ρα­κτη­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα. Με φρά­σεις-ε­τι­κέ­τες του τύ­που «οι κουλ­του­ριά­ρη­δες που δεν κα­τα­λα­βαί­νουν α­πό συ­νω­μο­σί­ες», «οι λε­λέ­δες δια­νο­ού­με­νοι που δεν εί­ναι ελ­λη­νό­ψυ­χοι» και άλ­λα τέ­τοιου εί­δους «ω­ραί­α» ε­πι­νο­ή­μα­τα νο­μί­ζουν ό­τι με τσα­μπου­κά και μα­γκιά ε­κτο­πί­ζουν α­πό το ελ­λη­νι­κό το­πί­ο κά­θε Έλ­λη­να σκε­πτό­με­νο πο­λί­τη. Κού­νια που τους κού­να­γε. Α­πλώς τό­σο και­ρό υ­πάρ­χουν και δεν έ­χουν φά­ει τα ι­δε­ο­λο­γι­κά «για­ούρ­τια» που τους α­ξί­ζουν ε­πει­δή σε κά­θε άν­θρω­πο που σέ­βε­ται τον ε­αυ­τό του, του εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να α­σκεί κρι­τι­κή σε άλ­λους συ­ναν­θρώ­πους του, α­κό­μη και ό­ταν εί­ναι εμ­φα­νής η «κα­φρί­λα» που α­να­δύ­ουν. Ας μου συγ­χω­ρέ­σε­τε για λί­γο την χρη­σι­μο­ποί­η­ση και εκ μέ­ρους μου φρά­σε­ων-ε­τι­κε­τών, αλ­λά νιώ­θω ει­λι­κρι­νά αυ­τήν την κα­τά­στα­ση του «τη­λε­μπο­ρί­ου» να μην μπο­ρώ να την α­ντέ­ξω άλ­λο και α­γα­να­κτώ.

Ό­μως α­κό­μη και ε­κεί­νο το εί­δος των «τη­λε­μπό­ρων» που δεν χρη­σι­μο­ποιούν την Ελ­λά­δα για κρά­χτη, αλ­λά έ­χουν άλ­λα δο­λώ­μα­τα, ό­πως «ε­ξω­γή­ι­νους, φα­ντά­σμα­τα, στοι­χειά, προ­φη­τεί­ες, σει­σμούς, λι­μούς και κα­τα­πο­ντι­σμούς», και αυ­τοί, έ­στω και αν δε­χτώ τις κα­λές τους προ­θέ­σεις, κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­κό απ’ ό­τι κα­λό. Πά­ντα φυ­σι­κά κα­τά την γνώ­μη μου.

Σί­γου­ρα υ­πάρ­χει μιας μορ­φής γνώ­ση που θα μπο­ρού­σα­με να τη χα­ρα­κτη­ρί­σου­με ε­σω­τε­ρι­κή γνώ­ση, ό­μως α­κό­μα και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση ε­πι­βάλ­λε­ται να εί­μα­στε πο­λύ προ­σε­κτι­κοί, ώ­στε να δια­φυ­λά­ξου­με αυ­τή τη γνώ­ση, για να μην φτά­σει ε­κεί που δεν πρέ­πει. Ό­ταν την ε­σω­τε­ρι­κή γνώ­ση την δη­μο­σιο­ποιείς και την κά­νεις ε­ξω­τε­ρι­κή γνώ­ση, εί­ναι βέ­βαιο ό­τι το τί­μη­μα που θα πλη­ρώ­σεις εί­ναι η γε­λοιο­ποί­η­ση. Αν κά­τι εί­ναι για ε­ντός του οί­κου, δεν το κά­νεις βού­κι­νο σε ό­λο τον κό­σμο. «Τα εν οί­κω μη εν δή­μω» των αρ­χαί­ων προ­γό­νων εί­ναι μια σο­φή φρά­ση που έ­χει δια­χρο­νι­κή α­ξί­α και ι­σχύ­ει φυ­σι­κά και σή­με­ρα. Υ­πάρ­χουν πράγ­μα­τα που πρέ­πει να συ­ζη­τού­νται μό­νο με­τα­ξύ φί­λων, κά­ποια άλ­λα πράγ­μα­τα που μπο­ρεί να γρα­φούν και σε πε­ριο­δι­κά και κά­ποια άλ­λα που μπο­ρούν να ει­πω­θούν μέ­σα α­πό τα ΜΜΕ, τη­λε­ό­ρα­ση, ρα­διό­φω­νο, ε­φη­με­ρί­δα.

Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό την στιγ­μή που δεν υ­πάρ­χουν ε­πί­ση­μες δια­βε­βαιώ­σεις α­πό κυ­βερ­νή­σεις δια­φό­ρων χω­ρών της γης ή α­πό τα Υ­πουρ­γεί­α Ε­θνι­κής Ά­μυ­νάς τους για την ύ­παρ­ξη, ας πού­με, ε­ξω­γή­ι­νων, που ε­πι­σκέ­πτο­νται τον πλα­νή­τη μας, κά­θε ε­να­σχό­λη­ση με έ­να τέ­τοιο θέ­μα εί­ναι λο­γι­κό να περ­νά στον χώ­ρο της «γρα­φι­κό­τη­τας». Συ­νε­πώς, ό­ταν κά­ποιος προ­σπα­θή­σει να κα­τα­πια­στεί με έ­να τέ­τοιο ή πα­ρό­μοιο θέ­μα, εύ­κο­λα μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί «γρα­φι­κός». Θα ρω­τή­σει κά­ποιος «δη­λα­δή θα λέ­με και θα δη­μο­σιο­ποιού­με ό­,τι εί­ναι ε­γκε­κρι­μέ­νο α­πό την ε­ξου­σί­α;» Ό­χι και πά­λι ό­χι. Ό­μως προ­η­γού­νται πο­λύ πιο ση­μα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα κοι­νω­νι­κής και αν­θρω­πι­στι­κής μορ­φής, που δεν μας α­φή­νουν την πο­λυ­τέ­λεια να α­σχο­λη­θού­με με θέ­μα­τα γύ­ρω α­πό τους ε­ξω­γή­ι­νους και μέ­σω αυ­τών να ε­να­ντιω­θού­με στην ε­ξου­σί­α, ε­πει­δή τέ­τοιου εί­δους θέ­μα­τα μας εκ­θέ­τουν και μας κα­θι­στούν ευά­λω­τους, εξ αι­τί­ας ελ­λεί­ψε­ως τεκ­μη­ρί­ων και α­πο­δεί­ξε­ων. Συ­νή­θως, σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, αυ­τό που πε­τυ­χαί­νου­με εί­ναι το α­ντί­θε­το α­πό αυ­τό που ε­πι­διώ­κου­με. Η ε­ξου­σί­α βρί­σκει ευ­και­ρί­α να μας «γρα­φι­κο­ποι­ή­σει» και, ό­ταν το κά­νει αυ­τό, α­πο­δυ­να­μώ­νει βά­ναυ­σα τις πο­λι­τι­κές, κοι­νω­νι­κές, οι­κο­λο­γι­κές και αν­θρω­πι­στι­κές α­παι­τή­σεις μας. Συ­νε­πώς χρειά­ζε­ται ιε­ράρ­χη­ση και α­ξιο­λό­γη­ση των στό­χων σε έ­ναν κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό α­γώ­να. Αν κά­ποιοι έ­χουν λύ­σει ό­λα τα άλ­λα και τους μέ­νει να λύ­σουν μό­νο το πρό­βλη­μα των «ε­ξω­γή­ι­νων και των στοι­χειών», τό­τε κα­λά κά­νουν και α­σχο­λού­νται. Η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ό­μως της ζω­ής α­πο­δει­κνύ­ει ό­τι, και στον δι­κό μας κό­σμο που μα­στί­ζε­ται α­πό την α­νερ­γί­α και την α­να­δου­λειά, αλ­λά ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρί­το κό­σμο ό­που έ­να τσου­νά­μι μπο­ρεί να ε­ξο­ντώ­σει ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους, α­φή­νο­ντας και υ­πο­ψή­φιους για τον θά­να­το πολ­λές ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες α­κό­μη λό­γω ε­πι­δη­μιών, σε έ­ναν κό­σμο ό­που έ­νας «μπα­μπού­λας» πλα­νη­τάρ­χης ι­σο­πε­δώ­νει ό­ποιο κρά­τος α­ντι­στέ­κε­ται στα σχέ­δια των ι­μπε­ρια­λι­στών του πε­τρε­λαί­ου και των τρα­πε­ζών, αυ­τή η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα λοι­πόν δεν μας α­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια για έ­ρευ­νες πο­λυ­τε­λεί­ας γύ­ρω α­πό «ε­ξω­γή­ι­νους ή εν­δο­γή­ι­νους ή υ­περ­γή­ι­νους».

Προ­σω­πι­κά πι­στεύ­ω ό­τι αν έ­νας ε­ρευ­νη­τής δεν λαμ­βά­νει υ­πό­ψη του τα πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα που τον πε­ρι­βάλ­λουν, τό­τε α­κό­μη και αν ο χώ­ρος έρευ­νάς του έ­χει κά­ποια α­ξί­α, τό­τε το α­πο­τέ­λε­σμά της, του­λά­χι­στον στα μά­τια των αν­θρώ­πων που α­γω­νιούν για τα προς το ζην της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, θα μοιά­ζει με έ­ρευ­να του τύ­που «πε­ρί ό­νου σκιάς». Α­πό­δει­ξη ό­τι τα πε­ριο­δι­κά με με­τα­φυ­σι­κά, πα­ρα­ψυ­χο­λο­γι­κά και ε­ξω­πραγ­μα­τι­κά θέ­μα­τα α­γο­ρά­ζο­νται κυ­ρί­ως α­πό νε­α­ρούς που ξο­δεύ­ουν, ως ε­πί το πλεί­στον, τα λε­φτά του μπα­μπά. Ευ­τυ­χώς, σ’ αυ­τόν τον χώ­ρο των με­τα­φυ­σι­κών ε­ρευ­νών υ­πάρ­χουν και κά­ποιες ε­λά­χι­στες ε­ξαι­ρέ­σεις αν­θρώ­πων, που λει­τουρ­γούν πραγ­μα­τι­κά με έ­ναν α­να­τρε­πτι­κό και ε­πα­να­στα­τι­κό τρό­πο και έ­τσι δια­σώ­ζε­ται, έ­ως έ­να βαθ­μό, η κα­τά­στα­ση, εξ αι­τί­ας του η­ρω­ι­κού τρό­που ζω­ής αυ­τών των ε­λά­χι­στων δη­μο­σιο­γρά­φων του χώ­ρου του «πα­ρά­ξε­νου». Παρ’ ό­λο που λο­γι­κά θα έ­πρε­πε να α­σχο­λού­νται οι άν­θρω­ποι του «πα­ρά­ξε­νου χώ­ρου» με τη­λε­μάρ­κε­τιν­γκ και προ­ώ­θη­ση των βι­βλί­ων τους με θέ­μα­τα ε­ξω­γή­ι­νους κλπ, δεν το κά­νουν.

Το κά­νουν ό­μως άλ­λοι, χω­ρίς μά­λι­στα να πι­στεύ­ουν σε ύ­παρ­ξη ε­ξω­γή­ι­νων ο­ντο­τή­των, θα α­να­φερ­θώ στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός αν­θρώ­που που που­λά α­πό την τη­λε­ό­ρα­ση βι­βλί­α για UFΟ1, ο ο­ποί­ος με δια­βε­βαί­ω­νε ό­τι κα­θό­λου δεν πι­στεύ­ει στην ύ­παρ­ξή τους. Το τι κά­νει αυ­τόν τον άν­θρω­πο να ε­μπο­ρεύ­ε­ται τέ­τοιου εί­δους βι­βλί­α δεν μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω. Διό­τι γνω­ρί­ζω κα­λά ό­τι και κα­λός άν­θρω­πος εί­ναι και σω­στός οι­κο­γε­νειάρ­χης και σω­στός στις συ­ναλ­λα­γές του και έ­νας πραγ­μα­τι­κά Έλ­λη­νας πα­τριώ­της. Εί­ναι οι πε­ρι­πτώ­σεις που κα­τα­λή­γεις να πεις «ά­βυσ­σος η ψυ­χή του αν­θρώ­που». Εί­ναι τό­σο με­γά­λο το τα­λέ­ντο του συ­γκε­κρι­μέ­νου αν­θρώ­που στο «τη­λε­μάρ­κε­τιν­γκ» που πι­στεύ­ω ό­τι θα μπο­ρού­σε να που­λά ά­νε­τα βι­βλί­α με ποί­η­ση ε­νός Πα­λα­μά, ε­νός Σι­κε­λια­νού, ε­νός Βάρ­να­λη, αλ­λά και άλ­λα υ­ψη­λής ποιό­τη­τας βι­βλί­α. Ει­λι­κρι­νά δεν ξέ­ρω τι να πω, γι αυ­τό άλ­λω­στε θε­ω­ρώ την κρι­τι­κή πο­λύ δύ­σκο­λο πράγ­μα, ε­πει­δή μπο­ρεί να κα­κο­λο­γή­σεις αν­θρώ­πους που δεν το α­ξί­ζουν.

Ο με­γά­λος φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κός, ο Α­ϊν­στά­ιν, έ­λε­γε ό­τι μια α­πό τις ι­σχυ­ρό­τε­ρες ε­πι­θυ­μί­ες του αν­θρώ­που εί­ναι η ε­πα­φή του με το μυ­στή­ριο. Φαί­νε­ται ό­τι και αυ­τήν την αν­θρώ­πι­νη α­νά­γκη την εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται σε ε­ξορ­γι­στι­κό βαθ­μό αυ­τοί οι ο­ποί­οι ε­μπο­ρεύ­ο­νται βι­βλί­α πα­ρά -ή με­τα- φυ­σι­κού τύ­που, α­δια­φο­ρώ­ντας για το πώς μπο­ρεί αυ­τός ο φτη­νός ε­ντυ­πω­σια­σμός να γί­νει μια πά­ρα πο­λύ ε­πι­κίν­δυ­νη τρο­φή για την ψυ­χή του πε­λά­τη τους.

Γνω­στή εί­ναι ε­πί­σης σε αρ­κε­τούς Έλ­λη­νες μια υ­πο­τι­θέ­με­νη υ­περ-μυ­στι­κή ορ­γά­νω­ση «Ε». Η υ­περ-ορ­γά­νω­ση αυ­τή βρί­σκε­ται ξαφ­νι­κά να εκ­προ­σω­πεί­ται σε τη­λε­ο­πτι­κό κα­νά­λι α­πό συ­γκε­κρι­μέ­να ά­το­μα, που α­να­φέ­ρο­νται συ­νε­χώς σε υ­πο­τι­θέ­με­να μέ­λη που ό­λα τους έ­χουν α­πο­βιώ­σει και πο­τέ σε μέ­λη που βρί­σκο­νται στην ζω­ή, με α­πο­τέ­λε­σμα να δη­μιουρ­γού­νται πο­λύ σο­βα­ρά ε­ρω­τη­μα­τι­κά για τη σο­βα­ρό­τη­τα ό­λων αυ­τών των κυ­ρί­ων κα­θώς και για την σο­βα­ρό­τη­τα της υ­περ­μυ­στι­κής υ­πε­ρορ­γά­νω­σης. Ό­μως α­πό ό­σα ο πτω­χός μου ε­γκέ­φα­λος γνω­ρί­ζει, λο­γι­κά θα πρέ­πει, αν κά­τι εί­ναι μυ­στι­κό, να πα­ρα­μέ­νει μυ­στι­κό.

Αυ­τή η κα­τά­στα­ση μου θυ­μί­ζει έ­να α­νέκ­δο­το α­πό τα πα­λιά ό­που πε­ρί­που έ­λε­γε ό­τι στρα­τιω­τι­κοί ε­γκέ­φα­λοι στην Τουρ­κί­α εί­χαν α­πο­φα­σί­σει να δη­μιουρ­γή­σουν έ­να α­πο­λύ­τως μυ­στι­κό α­ε­ρο­δρό­μιο, α­πό­λυ­τα κα­μου­φλα­ρι­σμέ­νο, για να ξε­κι­νούν α­πό ε­κεί σφο­δρές ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντί­ον των Κούρ­δων. Προ­σπά­θη­σαν και ό­ντως κα­τά­φε­ραν να πε­τύ­χουν το τέ­λειο κα­μου­φλάζ. Ό­λα εί­χαν γί­νει με τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο. Ό­λα τα στε­γα­νά γύ­ρω α­πό τις πλη­ρο­φο­ρί­ες λει­τουρ­γού­σαν τέ­λεια, ό­λα πή­γαι­ναν κα­λά, έ­ως ό­του άρ­χι­σαν να α­κού­νε οι ε­πι­βά­τες του λε­ω­φο­ρεί­ου της γραμ­μής τον ει­σπρά­κτο­ρα να α­ναγ­γέλ­λει με ε­παγ­γελ­μα­τι­κό ύ­φος «Στά­σις Μυ­στι­κό Α­ε­ρο­δρό­μιο»!

Κά­πως έ­τσι μοιά­ζουν τα πράγ­μα­τα να εί­ναι με την υ­περ­μυ­στι­κή υ­πε­ρορ­γά­νω­ση «Ε».

Ό­πως και νά­χει, κα­τα­λή­γου­με πε­ρί­που ε­κεί που ξε­κι­νή­σα­με. Ό­τι η τη­λε­ό­ρα­ση εί­ναι έ­να πιά­το που μπο­ρεί να σου προ­σφέ­ρει για να φας την χει­ρό­τε­ρη σα­βού­ρα, μό­νο και μό­νο ε­πει­δή κα­τα­φέρ­νει αυ­τήν την σα­βού­ρα να στην σερ­βί­ρει με μο­σχο­μυ­ρι­στή πλα­στι­κή α­με­ρι­κά­νι­κη κέ­τσαπ.

Δυ­στυ­χώς εί­ναι έ­να μέ­σον που μας βο­η­θά να έ­χου­με ά­με­ση πρό­σβα­ση στις ει­κό­νες α­νά τον κό­σμο με έ­να «κλικ» του τη­λε­κο­ντρόλ. Η α­νά­γκη μας για οι­κο­νο­μί­α λοι­πόν σε ε­νέρ­γεια και η κό­πω­ση της η­μέ­ρας μάς α­να­γκά­ζει στην εύ­κο­λη λύ­ση. Αυ­τό το γνω­ρί­ζουν τα αρ­πα­κτι­κά της ΤV και γι’ αυ­τό φρο­ντί­ζουν τον α­νί­κα­νο για α­ντί­στα­ση ε­αυ­τό μας να τον φορ­τώ­σουν με κά­θε εί­δους δια­φη­μι­στι­κή κα­τα­να­λω­τι­κή σα­βού­ρα κα­θώς και με κά­θε εί­δους ψευ­δο­πλη­ρο­φό­ρη­ση. Η «πλη­ρο­φό­ρη­ση» αυ­τή τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, βλά­πτει σο­βα­ρά την υ­γεί­α και την ι­σορ­ρο­πί­α της νό­η­σής μας. Εί­δα­με στην αρ­χή την πε­ρί­πτω­ση του αν­θρώ­που, ό­που η τη­λε­ό­ρα­ση του προ­κά­λε­σε, ό­χι α­πλώς νο­η­τι­κές αλ­λά και ορ­γα­νι­κές δια­τα­ρα­χές.

Δυ­στυ­χώς ό­μως έ­τσι εί­ναι τα πράγ­μα­τα. Ε­άν έ­νας άν­θρω­πος τραυ­μα­τι­στεί α­πό κά­ποιον άλ­λον στο πό­δι ή στο χέ­ρι του, μπο­ρεί να διεκ­δι­κή­σει δι­κα­στι­κά α­πο­ζη­μί­ω­ση. Οι ψυ­χι­κές ό­μως και νο­η­τι­κές βλά­βες που δη­μιουρ­γεί έ­να κα­κό μέ­σο ε­νη­μέ­ρω­σης δεν α­πο­ζη­μιώ­νο­νται και δεν υ­πάρ­χει νό­μος που να σε κα­λύ­πτει για να βρεις το δί­κιο σου.

Α­κό­μη και σ’ αυ­τούς που θέ­λουν να βρί­σκουν η­θι­κές δι­καιο­λο­γί­ες κα­λό θα εί­ναι να τους θυ­μί­σου­με ό­τι «ο δρό­μος προς την κό­λα­ση εί­ναι στρω­μέ­νος με κα­λές προ­θέ­σεις».

Ο Χάντιγκτον θεωρείται σαν ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της Αμερικάνικης Γεωπολιτικής και ίσως ο σπουδαιότερος θεωρητικός της Τριμερούς Επιτροπής *, τουλάχιστον μέχρι το 1978 που ήταν δραστήριο μέλος της.

Ήταν ο αρχιτέκτονας του προγράμματος “Forced urbanization” (Βίαιη μετακίνηση στις πόλεις των αγροτικών πληθυσμών) όπου, μέσω βομβαρδισμών, φωτιάς (βλέπε Ναπάλμ) και ισοπεδώσεως αγροτικών περιοχών, χωριών ή οικισμών του Βιετνάμ, θεωρούσε ότι μπορούσε να συνετίσει τον αγωνιζόμενο λαό του Βιετνάμ και όλα αυτά από το ηγετικό πόστο του υψηλόβαθμου συμβούλου στο National Security Council, CNS) επί προεδρίας του μέλους της τριμερούς επιτροπής Τζίμυ Κάρτερ, το 1976-77. Επιστήθιος φίλος του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ο οποίος φρόντισε να προωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις του Χάντιγκτον μέσα στην Τριμερή Επιτροπή. Γνωστός σε όλους τους πολιτικούς προοδευτικούς κύκλους σαν 'Προκρούστης της δημοκρατίας", δέχεται επανειλημμένα σκληρές κριτικές από δημοσιογράφους, κοινωνιολόγους, πολιτικολόγους. Γνωστά είναι στον κύκλο των Αμερικανών
διανοουμένων τα επικριτικά σχόλια του γνωστού Αμερικανού Κοινωνιολόγου Άλαν Γουλφ για τον Χάντιγκτον, όπως επίσης και άρθρα του πιο γνωστού σε εμάς Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος είναι ανηλεής στην κριτική απέναντί του σε όλα του σχεδόν τα βιβλία.

Ο Χάντιγκτον ήδη πολύ πριν περάσει στην Τριμερή Επιτροπή είχε δείξει το αντιδραστικό του πρόσωπο. Σε μια σειρά από άρθρα διαφόρων πολιτικών αναλυτών που είχε εκδώσει ο Ντέιβιντ Β. Τρούμαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Congressional responses to the twentieth century, ο Σάμουελ Χάντιγκτον μετείχε με ένα άρθρο με τίτλο "The soldier and the state" (Ο στρατιώτης και το Κράτος"), όπου αιχμή του άρθρου του αυτού ήταν η θέση ότι "Το Κογκρέσο είναι τοπικό, η εκτέλεση κοσμοπολίτικη” έτσι μόνον η εκτέλεση (σε κοσμοπολίτικο επίπεδο) μπορεί να αποτελεί παρακαταθήκη για το συμφέρον του Κράτους (των ΗΠΑ). Δηλαδή εμπρός για το καπετανάτο του πλανήτη.

Ωστόσο το βιβλίο τομή στην γεωπολιτική ανάλυση, αλλά που αποτέλεσε και θεωρητικό υπόβαθρο της τότε φρεσκοδημιουργημένης Τριμερούς Επιτροπής, είναι το βιβλίο The Crisis of Democracy. Σε αυτό το βιβλίο υιοθετείται ένας νέο-πεσσιμισμός που ακολούθησε τους θεωρητισμούς περί καλοζωίας του φιλελευθερισμού.

Πεσσιμισμός και εξουσιαστικότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του βιβλίου αυτού που αποτελείται από 4 μέρη, εκ των οποίων το ένα αναφέρεται στις ΗΠΑ και την σχέση τους με τον υπόλοιπο πλανήτη και έχει γραφτεί από τον Χάντιγκτον.

Υπότιτλος του βιβλίου The Crisis of Democracy (είναι): Report on the Governability of Democracies to the Trilateral Commission. Ο Νόαμ Τσόμσκι είχε απαντήσει στην έκδοση αυτού του βιβλίου, εστιάζοντας κατ’ εξοχήν στα λεγόμενα του Χάντιγκτον, με ένα άρθρο του στο περιοδικό Seven Days (Επτά Ημέρες) στις 14 Φεβρουαρίου 1977. Το άρθρο αυτό είχε τον πολύ ειρωνικό τίτλο; “Trilateral’s RX for Crisis: Governability Yes, Democracy No”, (Διακυβέρνηση Ναι, Δημοκρατία Όχι). Ο Τσόμσκι επιτίθεται δριμύτατα στον Χάντιγκτον κυρίως στο βιβλίο του Turning the tide, αλλά και στο Necessary Illusions για την θέση αυτού του κυρίου στο θέμα της Χιλής και της τότε χούντας, όπως και άλλων χωρών της Λατινικής Αμερικής.

Ο Χάντιγκτον είναι επίσης ο εγκέφαλος πίσω από τη δημιουργία τoυ F.Ε.Μ.Α., Federal Emergency Management Agency (Ομοσπονδιακός Οργανισμός Διαχείρισης Εκτάκτου Ανάγκης), ο οποίος είναι ένας οργανισμός που είχε το δικαίωμα-δυνατότητα να διευθύνει ένα στρατηγείο ολοκληρωτισμού (χούντα) στις ΗΠΑ σε περίπτωση εγχώριας ή παγκόσμιας .κρίσης (π.χ Πυρηνικός Πόλεμος).

Μάλιστα στην Δημιουργία του F.Ε.Μ.Α. υπάρχει μια εκπληκτική σύμπτωση. Ακριβώς μια ημέρα μετά τη δημιουργία του F.Ε,Μ.Α (28 Μαρτίου 1979) είχαμε το πυρηνικό ατύχημα στο Three Miles Island. Μάλιστα είχε λεχθεί ότι, σε περίπτωση που το ατύχημα θα έπαιρνε διαστάσεις, θα αναλάμβανε ο F.Ε.ΜΑ. και η χούντα του σε τοπικό φυσικά επίπεδο.

 

 

* Τριμερής Επιτροπή (Trilateral Commission):

Επιτροπή στρατηγικού προσανατολισμού των χωρών της Δύσης (Αμερική, Ιαπωνία, Ευρώπη) που εμπνεύστηκε την “νέα τάξη” και στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι δυτικοί ηγέτες και διανοούμενοι.