Το κείμενο που ακολουθεί είναι από διάλεξη, που έδωσε ο Κ. Καστοριάδης το 1994, και πραγματεύεται την σχέση του Ελληνισμού με την Παράδοση. Οι επισημάνσεις είναι δικές μας:

Τι σημαίνει το γεγονός, ότι διερωτώμεθα για τη σχέση µας µε την Παράδοση; Ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την Παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί, που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την Παράδοση σαν Παράδοση: Ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής.

Και µπορούµε να το καταλάβουμε και λογικά: Για να διερωτηθούμε για τη σχέση µας µε την Παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί µια απόσταση απ’ την Παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας µας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης µε την Παράδοση.

Ο πρώτος, που ασφαλώς πρέπει να ήταν και µόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια µέχρι την 1η χιλιετία π.Χ., είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση, που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία, που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες, θα συνάγουμε, ότι σε αυτές τις κοινωνίες τρόπος ζωής, έθιµα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές. Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν, ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι µόνο υπάρχει µια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και µια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν µια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως µια ιερή φύση που φυσικά µμεταβιβάζουν και στα δηµιουργήµατα τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι µια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.

Η κλασική Εβραϊκή Παράδοση, που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από µια κοινωνία, που µε κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει µια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, διάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς µια φυλή, στην οποία µια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάµ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.

Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες, γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών µε την Παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική.

Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται µε την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στη Δυτική Ευρώπη. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση µε την Παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη µε αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία µιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική µε τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη µε τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια µε µια ριζική ρήξη µε την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καµµιά σχέση µε τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες, όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της Μυθικής Παράδοσης του κόσμου. Π.χ. και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράµατά τους και τα δικαιολογούν µε την βεβαίωση, ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά µε κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της Παράδοσης. Συμβαδίζουν µε την διαμόρφωση µιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που µπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς µε δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και µεταµόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άµα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος µέσω της µεταµόρφωσης των στοιχείων του, που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω µε παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονοµάζουµε λογοτεχνία. Ξέρουμε, ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης, ότι µετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές ο Αρχίλοχος, η Σάπφω και αυτοί που ακολούθησαν δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά µόνο στην Αλεξανδρινή Εποχή, εποχή παρακμής, µε τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται µια προσπάθεια µίµησης των ομηρικών επών, φυσικά µε πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Αλλά το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής µεταµόρφωσης της Παράδοσης µας το δίνει η Αθηναϊκή Τραγωδία και η σχέση της µε την άλλη προαιώνια µεγάλη Ελληνική δημιουργία, το Μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους µύθους, αλλά µόνο οι αρχαίοι Ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται µε μυθική µμορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιο βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου π.Χ. αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε, ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι, ότι η τραγωδία, που µε μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφ’ ενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το µεταµορφώνει και του δίνει µιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση µε την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφ’ ετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει µε τα καινούργια προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.

Η Τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί µια καινούργια μορφή τέχνης, που της επιτρέπει σε µια οργανική συνέχεια µε το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα.

Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη µας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η µυθοσκοπία. Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις Θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Συνοπτικά η Τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το Μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί µια καινούργια μορφή τέχνης, που της επιτρέπει σε µια οργανική συνέχεια µε το µμύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την Αρχιτεκτονική, τη Γλυπτική ή τη Ζωγραφική, όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.

Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία µιας καινούργιας σχέσης µε την Παράδοση, ο µόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να µακρυγορήσω θα υπενθυµίσω πόσο ο Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισµός από τον 11ο αιώνα και πέρα και υπήρξε επαναστατικά δηµιουργός και διατήρησε µια γνήσια σχέση µε την Παράδοση, που είχε πίσω του είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η Παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη Χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την Ελληνορωμαϊκή κληρονομιά.

Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής, που αρχίζει µε µια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της Βυζαντινής και από τον Giotto και µετά παρουσιάζει µια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση, που όμως είναι ταυτόχρονα µια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του Γρηγοριανού Άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών µελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθειά σχέση µμεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασικοί Γερμανοί, ο Chοpin, o Mussorgsky, o Albéniz, µ’ αυτές τις ρίζες, αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της Παράδοσης, που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η Δυτικοευρωπαϊκή Φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης, που παρουσιάζει εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά µε την Παράδοση της Φιλοσοφικής Θεολογίας του Μεσαίωνα και της Κλασικής Ελληνικής Φιλοσοφίας.

H περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για µας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε µ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό µέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του µας δίνει στις μεγάλες του γραµµές µια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση µε την Παράδοση εδώ είναι στείρα, µιµητική και επαναληπτική. Η Ζωγραφική γίνεται µια εικονογραφία, που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες µετά απλώς επαναλαμβάνει µιµούµενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την Αρχιτεκτονική. Η τέχνη του Λόγου μένει µια ισχνή και ανιαρή αποµίµηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη Λαϊκή Μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η Μουσική καθηλώνεται στο µονωδικό εκκλησιαστικό άσµα.

Δύο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ότι περίπου σώζεται και σήμερα από την Αρχαία Ελληνική Γραµατεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι µόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά µέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικέννα και τον Αβερρόη.

Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων Ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό, που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση αλλά, που οι δονήσεις του δεν σταµατούν∙ περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.

Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε µε τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από Βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμα του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του π.χ. σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία µε τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί βυζαντινοκάπηλοί µας δεν στέκονται µια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας µας προσφέρουν το παράδειγμα ενός µεταελληνικού πολιτισμού, που έχει κάποια γνώση της Αρχαιότητας σε σχέση µε αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε µια µιµητική, εξωτερική και άγονη σχέση µε την Παράδοση.

Τέλος, έρχομαι στο σύγχρονο Ελληνικό Δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του Ελληνικού Δράματος είναι, από τη µια µεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για µας η Παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη µεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση µας µε τον Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός, ότι ο Πολιτισμός αυτός έχει µπει εδώ και δεκαετίες σε µια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση µμεταξύ τους. Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών, που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο µε την ακατάπαυτη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογµατισµού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, µόνο σχολιαστές ιερών κειμένων.

Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσης τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός, που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάµισυ σχεδόν αιώνα µετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα µιµητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είµαστε ο µόνος λαός µε μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν, που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της Γλώσσας, που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα Λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα Σανσκριτικά. Και είναι εξ ίσου χαρακτηριστικό, ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη στους δυο περασμένους αιώνες γέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, µόνο τρία ονόματα έχουμε, που µαπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο µε αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή, τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το µίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου. Περηφανευόμαστε, ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να µάθουµε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.

Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής Παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης Παιδείας, µε εμφατική εξαίρεση την Ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσµητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, µε τον αποστειρωτικό τρόπο που τέθηκε, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής µας σχέσης µε το Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακοµοιριασµένου αισθήματος κατωτερότητας και µιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κ.λπ., κ.λπ., χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουµε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται µε µια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.

Φαντάζομαι, ότι δεν περιμένετε από µένα να δώσω συνταγές, για το πώς θα µπορούσαµε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα, που πολιτισμικά µας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την Ελληνική Ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία Ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της Αυτονομίας και της Ελευθερίας.

Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, µε τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες είναι, και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις την κλασική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, µια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι µιµητικής επανάληψης µε τα αρχαία Ελληνικά σπέρματα.

Για µας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος, που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής µας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και µε τους αρχαίους και µε την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο Δυτικός Πολιτισμός περνάει σήμερα µια βαθειά κρίση, που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε µπαρκαρισµένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις.

Αν µπορέσουµε να αφοµοιώσουµε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο, που δημιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία Ελληνική αναφορά- θα µπορέσουµε ίσως να µιλήσουµε µια πραγματικά δική µας γλώσσα και να παίξουµε την παρτίδα µας σε µια νέα πολιτιστική συµφωνία.

Αλλιώς, θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί µας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή µας ασημαντότητα.