Θεμιστοκλής

Θεμιστοκλής (526- 461πΧ)

Ο Θεμιστοκλής είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και πετυχημένους στρατηγούς της αρχαιότητας. Ήταν Αθηναίος, από την πλευρά του πατέρα του, Νεοκλή, από τον δήμο των Φρεαρρίων της Λεοντίδας φυλής. Επίσης, καταγόταν από το γένος των Λυκομιδών, το οποίο ήταν πανάρχαιο ιερατικό γένος της Αττικής. Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ιδιαίτερα σημαντική την καταγωγή της πατρικής του οικογένειας. Βέβαια, αργότερα, ο Πλούταρχος θα του αναγνωρίσει το γεγονός ότι κατάφερε να διαπρέψει, έστω κι αν είχε σχετικά ταπεινή καταγωγή. Η μητέρα του, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι ήταν η Αβρότονη από την Θράκη ή η Ευτέρπη από την Αλικαρνασσό της Καρίας. Το σίγουρο πάντως είναι, όποια κι από τις δύο αν είναι η μητέρα του, ότι ο Θεμιστοκλής δεν ήταν γνήσιος αθηναίος πολίτης, αλλά νόθος, αφού δεν ήταν και οι δύο του γονείς αθηναίοι. Αυτό το γεγονός διαχωρισμού του από τους υπόλοιπους αθηναίους, προφανώς τον ενοχλούσε, και για αυτό συχνά εφεύρισκε ευφυείς τρόπους ώστε να «καταργεί» αυτήν την αρνητική διάκριση εις βάρος του. Παραδείγματος χάριν, ένας από τους βασικούς τρόπους διαχωρισμού των γνήσιων και νόθων αθηναίων πολιτών ήταν οι νόθοι έφηβοι να γυμνάζονται στο γυμνάσιο του Ηρακλέους στο Κυνόσαργες. Το θεωρούσαν πρέπον, αφού κι ο Ηρακλής ήταν νόθος ανάμεσα στους θεούς, αφού η μάνα του ήταν θνητή. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, κατάφερε να προσελκύσει αρκετούς γνήσιους αθηναίους, με τους οποίους είχε φιλικές σχέσεις, να κατεβαίνουν και να γυμνάζονται εκεί μαζί του, καταργώντας με αυτόν τον τρόπο την διάκριση νόθων και γνήσιων τέκνων. Επίσης, ένα άλλο του τέχνασμα στα νεανικά του χρόνια, ώστε να φαίνεται δημοφιλής, περιζήτητος και με υψηλές γνωριμίες, ήταν να παρακαλέσει τον διάσημο κιθαρωδό Επικλή, από την Ερμιόνη, να παραδίδει μαθήματα μουσικής στο σπίτι του Θεμιστοκλή. Επομένως, από πολύ μικρή ηλικία μπορούμε να διακρίνουμε την φιλοδοξία στο έπακρο και την άσβεστη ανάγκη του Θεμιστοκλή να ξεχωρίσει και να γίνει το επίκεντρο της προσοχής των συνομηλίκων του. Ο Θεμιστοκλής είχε δύο συζύγους , αποκτώντας από αυτές πάρα πολλά παιδιά. Κάποιες από τις κόρες του τις ονόμασε : Ασία, Ιταλία και Σύβαρη, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τα επεκτατικά σχέδια που είχε για την Αθήνα.

Τον διέκρινε η μεγάλη ευφυΐα, η γρήγορη σκέψη, η πολυπραγμοσύνη, η τόλμη, αλλά και ο ορμητικός κι οξύθυμος χαρακτήρας. Αργότερα, κατάφερε, έως ένα σημείο, να τιθασεύσει την άστατη φύση του. Δάσκαλοί του ήταν οι: Αναξαγόρας και ο Φρεάρριος Μνησίφιλος, ο οποίος του δίδαξε σύνεση. Τον Μνησίφιλο τον κράτησε και μετέπειτα κοντά του, όταν επέλεξε να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, για να τον συμβουλεύεται. Ο Θεμιστοκλής δεν ήταν καλός στην εκμάθηση της μουσική και γενικότερα προτιμούσε τα μαθήματα που είχαν πρακτικό χαρακτήρα για τη ζωή. Από μικρή ηλικία συνήθιζε να γράφει τόσο καταγγελτικούς, όσο και υπερασπιστικούς λόγους, γεγονός που έκανε τον δάσκαλό του να δηλώσει ότι ο Θεμιστοκλής όταν μεγάλωνε θα ήταν ικανός να προκαλέσει ή μεγάλο καλό ή μεγάλο κακό για την πόλη. Η ιστορία τελικά επιβεβαίωσε την πρόβλεψη του δασκάλου του, μια και ο Θεμιστοκλής έμελε να παίξει έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους για τη δημόσια ζωή της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα, αφού πέτυχε να κρατήσει ελεύθερες τις ελληνικές πόλεις (και κατ’ επέκταση την Ευρώπη) από τους Πέρσες. Βέβαια ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να τον κρατήσει μακριά από την πολιτική ζωή, δείχνοντας του σε μικρή ηλικία κάποιες καταστραμμένες τριήρεις, ξεβρασμένες στην ακτή, σχολιάζοντας ότι όσο ψηλά και αν σε αναδείξει ο λαός (ο οποίος είναι ευμετάβλητος), στο τέλος πάντοτε έχει την τάση να σε πετάει σαν σαπιοκάραβο.

Χαρακτηρίστηκε υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλόδοξος και ότι επιδίωκε να του προσφέρουν τιμές. Όσοι τίθενται θετικά προσκείμενοι προς αυτόν τον δικαιολογούν, ισχυριζόμενοι ότι για να ασχοληθεί κάποιος με την πολιτική ζωή χρειάζεται να έχει μεγάλα αποθέματα χρημάτων. Άλλωστε, ξόδευε πολλά χρήματα στις θυσίες και στο να φιλοξενεί επισκέπτες. Οι αντίπαλοί του, βέβαια έλεγαν ότι δεν είναι πρέπον να συναγωνίζεται σε δαπάνες άτομα τα οποία ήταν πολύ ανώτερά του σε καταγωγή και περιουσία. Επίσης, τον κατηγορούσαν ότι ξόδευε χρήματα μόνο όταν μπορούσε να φανεί η υπεροχή του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τον κατείχε φειδωλότητα, όπως με το να πουλάει τα φαγώσιμα που του είχαν σταλεί ως δώρα. Μία από τις ικανότητες του, που τον βοήθησε στην μετέπειτα πολιτική του ανέλιξη, ήταν ότι θυμόταν να απευθύνεται στον κάθε πολίτη με το μικρό του όνομα, που τον έκανε ιδιαιτέρως αρεστό στο λαό. Επομένως, σε σχετικά μικρή ηλικία κατάφερε να αναδειχτεί στην πολιτική ζωή της Αθήνας, γινόμενος ο κύριος εκφραστής του δημοκρατικού κόμματος και να αντιπολιτεύεται τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν αρχηγός του ολιγαρχικού -αριστοκρατικού κόμματος. Ένας επιπλέον λόγος της προσωπικής τους αντιπαλότητας ήταν ότι και οι δύο ενδιαφερόντουσαν για τον ίδιο νεανίσκο, τον Στησίλαο. Μετέπειτα ο Θεμιστοκλής κατάφερε να εξοστρακίσει τον Αριστείδη, αλλά τον μετακάλεσε στην Αθήνα, έπειτα από κάποιο καιρό, όπως και όλους τους εξόριστους, από φόβο μην συνεργαστούν με τους πέρσες από πικρία για την αποπομπή τους.

Χάρη στον Θεμιστοκλή, η Αθήνα μετατράπηκε από μία αγροτική πόλη, στην πιο σημαντική ναυτική δύναμη της εποχής τους. Κατά κάποιους αυτή του η πράξη ακύρωσε την αρχαία επιλογή των αθηναίων να επιλέξουν την θεά Αθηνά (ελιά- γεωργία), αντί του Ποσειδώνα (νερό- εμπόριο- ναυσιπλοΐα), ως πολιούχος. Έχοντας, λοιπόν, διορατικότητα έπεισε τους αθηναίους να μεταφέρουν την ναυτική τους βάση από τον Φάληρο στο κλειστό λιμάνι του Πειραιά, καθώς και να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από τα μεταλλεία του Λαυρίου στην ναυπήγηση 100 νέων τριηρών, διπλασιάζοντας τον στόλο τους. Έως τότε, τα κέρδη αυτά τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι αθηναίοι πολίτες. Εξαιτίας αυτών των αλλαγών, νέα επαγγέλματα άρχισαν να αναδεικνύονται, δυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόμμα των δημοκρατικών. Η γεωργία ήταν έως τότε στενά συνδεδεμένη με τους μεγαλογεωκτήμονες , οι οποίοι επί τω πλείστω, ήταν αριστοκράτες. Η εστίαση, λοιπόν, μίας κοινωνίας στην γεωργία προωθεί το ολιγαρχικό σύστημα, ενώ στην ναυτιλία, το δημοκρατικό αντίστοιχα.

Ο Θεμιστοκλής ήθελε να ξεπεράσει σε υπεροχή τον Μιλτιάδη και την νίκη του στον Μαραθώνα. Συχνά έλεγε στους φίλους του, όταν τον έβλεπαν σκεφτικό στα συμπόσια, ότι έμενε ξάγρυπνος από «το τρόπαιο του Μιλτιάδη», ο οποίος είχε θέσει τον πήχυ πολύ ψηλά. Με το στρατιωτικό του δαιμόνιο είχε προβλέψει την μετέπειτα εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα και για αυτό ακριβώς είχε προνοήσει με την δημιουργία του νέου ναυτικού στόλου. Κατάφερε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στον αγώνα εναντίων των Περσών, σε συνέδριο των ελληνικών πόλεων που συνήλθε στον Ισθμό της Κορίνθου, το φθινόπωρο του 481. Με αυτόν τον τρόπο τους έπεισε να σταματήσουν προσωρινά τους μεταξύ τους πολέμους, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού την μεγάλη απειλή που πλησίαζε, αρνούμενοι την υποταγή στον Ξέρξη. Χρησιμοποιώντας, όπου χρειαζόταν, εναλλασσόμενα τον δόλο και τη διπλωματία, κατάφερνε πάντα στο τέλος να περνά τις προσωπικές του επιλογές. Έτσι, αυτός ήταν που ερμήνευσε τον χρησμό των Δελφών, ότι η σωτηρία της πόλης του θα ερχόταν από τα ξύλινα τοίχοι, ως την χρήση πλοίων. Συγχρόνως, διέδωσε στους πολίτες της Αθήνας ότι η ίδια η θεά εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τον ιερό της φίδι, γεγονός που υπήρξε το τελειωτικό και καίριο «χτύπημα» στο υποσυνείδητο των αθηναίων , ώστε τελικά (και με μεγάλη συναισθηματική δυσκολία) να αποφασίσουν να εκκενώσουν την πόλη, αφήνοντας πίσω τα ιερά τους και τους τάφους των προγόνων τους! Την τραγικότητα της εκκένωσης μας εξιστορεί αργότερα ο Πλούταρχος, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, το πώς τα κατοικίδια ζώα έτρεχαν δίπλα στα αφεντικά τους, κλαψουρίζοντας, καθώς τα εγκατέλειπαν. Μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του Περικλή, ο οποίος κολύμπησε δίπλα στο πλοίο που μετέφερε το αφεντικό του και ξεψύχησε μόλις έφτασαν στην στεριά.

Όταν οι υπόλοιποι έλληνες δεν δεχόντουσαν να πολεμήσουν τους πέρσες στο στενό της Σαλαμίνος, έστειλε τον δούλο του, τον Σίκιννο*, να «προειδοποιήσει» τον βασιλιά των περσών να βιαστεί να αποκλείσει τους έλληνες εκεί, πολεμώντας τους πριν προλάβουν να φύγουν από την περιοχή. Τελικά, οι ελληνικές τριήρεις, που ήταν πολύ πιο μικρές και ευέλικτες σε σχέση με τα δυσκολοκίνητα περσικά πλοία, μπόρεσαν να ελιχτούν με ευκολία σε εκείνον τον περιορισμένο χώρο και να κατατροπώσουν τους πέρσες. Το κόλπο αυτό που είχε στο μυαλό του ο Θεμιστοκλής, ώστε να μην χάσουν οι έλληνες το προνόμιο που τους παρείχε το στενό της Σαλαμίνος, το ανακοίνωσε μόνο στον Αριστείδη, τον προηγουμένως πολιτικό του αντίπαλο. Αυτό το γεγονός είναι τρανή απόδειξη για το πως οι έλληνες, την καίρια στιγμή, μπορούν πάντα να ξεχάσουν τις αντιπαλότητες τους και να γίνουν μία γροθιά για την σωτηρία της χώρας τους. Η επιλογή του για το σημείο μάχης τον δικαίωσε απόλυτα, χαρίζοντας στους έλληνες μία τρανή νίκη το 480. Λέγεται ότι είχε υπάρξει και ένα θεϊκό σημάδι, το οποίο είχε προαναγγείλει την επακόλουθη νίκη του, γιατί όταν ήταν σε σύσκεψη με τους στρατηγούς και προσπαθούσαν να αποφασίσουν που τελικά θα αντιμετώπιζαν τους πέρσες, μία κουκουβάγια πέταξε από τα δεξιά του καθώς μιλούσε και κάθισε στο κατάρτι. Μετά την νίκη τους οι έλληνες πήγαν στον ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό, ώστε να ευχαριστήσουν τον θεό και να αποφασίσουν τις τιμητικές διακρίσεις που θα έπαιρνε ο καθένας. Εκεί ομόφωνα ανέδειξαν τον Θεμιστοκλή τον πρώτο συντελεστή της τρανής ελληνικής επιτυχίας. Οι σπαρτιάτες αναγνωρίζοντας περαιτέρω τον καθοριστικό του ρόλο στην σωτηρία της Ελλάδας, καθώς τον κάλεσαν στην πόλη τους και του χάρισαν το καλύτερο άρμα, ξεπροβοδίζοντας τον με όλες τις τιμές.

Το 478,ενώ ανοικοδομούσαν την κατεστραμμένη και λεηλατημένη πόλη των Αθηνών, προέτρεψε τους συμπολίτες του να οχυρώσουν την Αθήνα και τον Πειραιά με νέα ενιαία οχύρωση, γεγονός που εξόργισε τόσο τους σπαρτιάτες, όσο και τους υπόλοιπους άλλοτε συμμάχους τους. Ο Θεμιστοκλής είδε τα παιδικά του όνειρα να ολοκληρώνονται όταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του 476, μόλις μπήκε στο γήπεδο όλοι στρέψανε το βλέμμα τους προς τα πάνω του και τον χειροκρότησαν, παύοντας να κοιτάνε για ολόκληρη την ημέρα τους αγωνιζόμενους. Δυστυχώς, όμως, η επιτυχία τον έκανε κάπως δεσποτικό, γεγονός που λειτούργησε εναντίον του και προκάλεσε τον μετέπειτα εξοστρακισμό του, το 472. Για κάποια χρονική περίοδο διέμεινε στο Άργος. Τότε είναι που τον πλησίασε ο Παυσανίας, ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο οποίος βρισκόταν σε συνεννόηση με τον πέρση βασιλιά, θεωρώντας ότι λόγω της δυσμένειας του, θα ήταν φιλικά προσκείμενος σε μία τέτοια συνεργασία. Ο Θεμιστοκλής, βέβαια δήλωσε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτό. Ο Παυσανίας τελικά θανατώθηκε από τους σπαρτιάτες για την προδοσία αυτή («επί μηδισμώ»), το 468. Δυστυχώς, όμως βρέθηκε η αλληλογραφία που είχε ανταλλάξει με τον Θεμιστοκλή, που αν και δεν αποδείκνυε τίποτα εις βάρος του, έκανε τους αθηναίους να τον κάλεσαν να απολογηθεί σε κοινό συνέδριο των ελληνικών πόλεων. Εκείνος αρνήθηκε να παραβρεθεί στη δίκη και έτσι καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, προκαλώντας την αρχή της άγριας καταδίωξής του, τόσο από τους αθηναίους, όσο και από τους σπαρτιάτες. Από την άλλη, είχε την ατυχία να είναι ήδη επικηρυγμένος από τον Πέρση βασιλιά για 200 τάλαντα, τεράστιο ποσό για την τότε εποχή. Επομένως, δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά. Αρχικά πήγε στην Κέρκυρα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι έπειτα είχε μεταβεί στην Σικελία, ζητώντας σε γάμο το χέρι της κόρης του τυράννου Ιέρωνα. Αλλά αυτό μάλλον δεν ισχύει, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, γιατί υπήρχε κακό προηγούμενο μεταξύ τους, αφού στους Ολυμπιακούς αγώνες είχε προτρέψει τους έλληνες να καταστρέψουν την πολυτελή σκηνή του και να μην επιτρέψουν στα άλογά του να συμμετάσχουν στους αγώνες. Σίγουρα πάντως πήγε ως ικέτης στον Άδμητο των Μολοσσών (από αυτούς καταγόταν και η Ολυμπιάδα- μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου), καταφέρνοντας να του παραχωρηθεί άσυλο, έχοντας πάρει στην αγκαλιά του το γιο του Άδμητου και καθήμενος δίπλα στην εστία. Εν συνεχεία, επέλεξε να μεταβεί στην Πύδνα και στην Έφεσο, καταλήγοντας στο τέλος στην αυλή του πέρση βασιλιά, μετά από ένα προφητικό όνειρο που είδε, καθώς κι έπειτα από ένα χρησμό που είχε ζητήσει από τον Δωδωναίο Δία όταν βρισκόταν στην Ήπειρο. Ο χρησμός έλεγε ότι η σωτηρία του θα έρθει από τον συνονόματο του θεού. Από την άλλην στον ύπνο του ο Θεμιστοκλής είδε ένα φίδι να του σφίγγει το στομάχι και να ανεβαίνει προς να πάνω, όπου όταν έφτασε στο κεφάλι του μεταμορφώθηκε σε αετό που τον σκέπασε, προστατεύοντάς τον με τις φτερούγες του και τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος. Κάνοντας τον συνειρμό όλων αυτών, αποφάσισε ότι τα σημάδια του έλεγαν ότι θα βρει την σωτηρία του μόνο από τον βασιλιά της Περσίας. Αφού, τόσο ο Ζευς, όσο και ο Πέρσης βασιλιάς αποκαλούντο Μεγάλοι Βασιλιάδες. Επομένως, ήταν συνονόματοι. Καθώς και το χαρακτηριστικό πουλί ενός βασιλιά είναι ο αετός.

Το 465 έφτασε στον βασιλιά της Περσίας**, έχοντας διανύσει την Ασία μέσα σε μία άμαξα σκεπασμένη με υφάσματα (έτσι μετακινούσαν οι πέρσες τις γυναίκες του, που δεν ήθελαν να είναι ορατές από τους άλλους άντρες) και σε όσους ρωτούσαν ισχυρίζονταν ότι μετέφεραν μία νεαρή ελληνίδα από την Ιωνία, η οποία προοριζόταν για έναν πέρση αξιωματικό. Όταν έφτασε στην αυλή δήλωσε ότι θα πει το όνομά του μόνο στον ίδιο τον βασιλιά και δέχτηκε να τον προσκυνήσει. [Πρέπει να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο, ότι αντέβαινε την νοοτροπία των ελλήνων να προσκυνούν τον οποιονδήποτε άνθρωπο, σε αντίθεση με τους πέρσες που προσκυνούσαν τον βασιλιά ως την εικόνα του θεού πάνω στη γη.] Όταν τελικά ο Θεμιστοκλής ήρθε σε επαφή με τον βασιλιά, του θύμισε την «εκδούλευσή του» και το γεγονός ότι αφότου έχασε στην μάχη δεν τον κυνήγησε, αλλά τον άφησε ανενόχλητο να γυρίσει στην χώρα του. Ο Αρταξέρξης Α’ του δώρισε πρώτα από όλα τα 200 τάλαντα με τα οποία τον είχε επικηρύξει (αφού από μόνος του επέλεξε να παραδοθεί), μία σταθερή ετήσια επιχορήγηση, καθώς και τη διοίκηση 5 πόλεων (ή κατά άλλους μόνο τριών), ώστε να καλύψει τις «καθημερινές του ανάγκες» για τροφή, ποτό, ρουχισμό κλπ. Οι πόλεις αυτές ήταν οι: Μαγνησία, Λάμψακος, Μυούντα, Περκώτη και Παλαίσκηψη (ή σκέτο Σκήψη). Έγινε, λοιπόν, ο σατράπης της Μαγνησίας και μέσα σε ένα χρόνο έμαθε τα περσικά, ώστε πλέον να συνομιλεί μόνος του με τον βασιλιά. Ο Αρταξέρξης του έδωσε τις μεγαλύτερες τιμές, συστήνοντας του την βασιλομήτορα, δειπνώντας ταχτικά μαζί του και πηγαίνοντας για κυνήγι, καθώς και επιτρέποντάς του να παρίσταται στα περσικά μυστήρια. Όλα αυτά προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τον φθόνο των περσών αυλικών κι έτσι ο Επιξύης, σατράπης της Άνω Φρυγίας, αποφάσισε να στείλει κάποιους να τον δολοφονήσουν. Όμως, πάλι η σωτηρία του προήρθε από ένα όνειρο, όπου του παρουσιάστηκε η Μητέρα των Θεών και τον προειδοποίησε, ζητώντας ως αντάλλαγμα την κόρη του, Μνησιπτόλεμα, ως ιέρειά της. Ο Θεμιστοκλής ,όντως, σώθηκε και ίδρυσε ναό στην Μαγνησία, με ιέρεια την κόρη του.

Βέβαια, ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν του πρόσφερε όλα αυτά μονό και μόνο επειδή θαύμαζε τον Θεμιστοκλή, αλλά και επειδή σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει σαν αρχηγό του περσικού στόλου, μόλις επέλεγε να ξαναεπιτεθεί στους έλληνες. Τελικά ο Θεμιστοκλής πέθανε το 461πΧ σε ηλικία 65 ετών, στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου του φτιάχτηκε μεγαλοπρεπής τάφος και τοποθέτησαν τον ανδριάντα του στην αγορά. Υπάρχουν δύο εκδοχές για τον θάνατο του: Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη πέθανε από γερατειά, ενώ ο Πλούταρχος λέει ότι επέλεξε να αυτοκτονήσει πίνοντας αίμα ταύρου, ώστε να μην αναγκαστεί να πλεύσει εναντίων των ελλήνων όταν του το ζήτησε ο Αρταξέρξης. Αυτό προκάλεσε περεταίρω τον θαυμασμό του πέρση ηγεμόνα. Αργότερα, λέγεται ότι τα οστά του μεταφέρθηκαν κρυφά (αφού υπήρχε νόμος που απαγόρευε τους εξόριστους να θάβονται στην αττική γη) από τους απογόνους του στα βορειοδυτικά του ακρωτήριου Αλκίνου, του Πειραιά . Στις μέρες μας υπάρχουν κάποιοι αρχαιολόγοι που ισχυρίζονται ότι έχουν βρει τον τάφο του, αλλά δυστυχώς, ως συνήθως, το κράτος επιλέγει να μην το διερευνά.

Βιβλιογραφία:
1) Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Θεμιστοκλής / Κάμιλλος», εκδ. Ζήτρος- Το Βήμα.
2) Θουκυδίδης, «Ιστορία», Deagostini.
Εγκυκλοπαίδειες:
- Δομή.
- Πάπυρος Larousse Britannica.
- Υδρία Michigan Ήλιος.
______________________________________________________________________
Σημειώσεις:
*Ο Σίκιννος θεωρείται περσικής καταγωγής από πολλούς. Λέγεται ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τον Θεμιστοκλή και ήταν παιδαγωγός των παιδιών του. Ο Αισχύλος, αντίθετα, έλεγε ότι ήταν έλληνας από τις Θεσπιές.
** Ο Θουκυδίδης λέει ότι ζούσε ακόμα ο Ξέρξη και για αυτό συναντήθηκε με αυτόν. Ενώ άλλοι ότι την ηγεμονία είχε πάρει ήδη ο γιος του, Αρταξέρξης Α’, μετά τον θάνατο του πατέρα του.