Λιβάνιος

Ο Λιβάνιος (314- 393 μΧ) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς νεοπλατωνιστές, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα ως φιλόσοφος, αλλά μάλλον κάτι αντίστοιχο των σημερινών φιλολόγων. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 314 μΧ σε μία από τις πιο επιφανής οικογένειες της πόλης και ο προπάππους του κατείχε την μαντική τέχνη. Σε ολόκληρη την Αντιόχεια υπήρχαν διάσπαρτα αγάλματα προς τιμή των συγγενών του. Δάσκαλός του στα βασικά μαθήματα υπήρξε ο Ζηνόθιος, σε γενικές όμως γραμμές είχε πολλούς δασκάλους και παρακολούθησε πολλαπλές σχολές αποκτώντας ευρύτατη και αμιγώς ελληνική μόρφωση, αφού η οικογένεια του έδινε μεγάλη σημασία στην σωστή παιδεία. Αν και του πρόσφεραν για γάμο μία από της πιο σημαντικές νεαρές κοπέλες της πόλης του *, εκείνος προτίμησε να πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει ρητορική δίπλα στο Διόφαντο. Στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες η Αθήνα είχε μετατραπεί στην «ιερή πόλη των φιλοσόφων» και όλοι όσοι έτρεφαν λατρεία για την ελληνική μόρφωση , επιθυμούσαν να πάνε εκεί για να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους. Ο Λιβάνιος θεωρούσε αυτονόητη την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας και υποτιμούσε οτιδήποτε ιουδαιοχριστιανικό ή λατινικό. Επιδειχτικά μάλιστα απέφευγε να χρησιμοποιεί τις λατινικές λέξεις σε ολόκληρη τη ζωή του. Υπήρξε φημισμένος δάσκαλος ρητορικής και σοφιστής. Οι πολιτικοί του λόγοι ήταν ομολογουμένως εκπληκτικοί και προκαλούσαν τον θαυμασμό των ακροατών του. Αν και του πρότειναν να γίνει έπαρχος της αυλής, ο Λιβάνιος δεν το δέχτηκε γιατί θεωρούσε τη ζωή του σοφιστή πολύ ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη, καθώς και επειδή προτιμούσε τις τιμές που κέρδιζε χάρη στην παιδεία του. Υπήρξε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, του αποκαλούμενου ως παραβάτη από τους χριστιανούς και συνεργάστηκε μαζί του για την αποκατάσταση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Ήταν σε γενικές γραμμές μία από της ηγετικές μορφές του ειδωλολατρικού κόσμου της εποχής του.

Ίδρυσε σχολή στην Αντιόχεια το 354, η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε μετατραπεί σε μία από τις πιο φημισμένες εστίες ενασχόλησης με την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Αν και ήταν ένθερμος εθνικός (= οπαδός της αρχαίες ελληνικής θρησκείας), ακόμα και οι χριστιανοί «προσκυνούσαν» τις γνώσεις του και κατέφταναν από όλες τις γωνίες της αυτοκρατορίας ώστε να μαθητεύσουν κοντά του. Στην ουσία ο Λιβάνιος ήταν αυτός που έδωσε τα γραμματικά εφόδια σε πολλούς από τους χριστιανούς ώστε να αντιμετωπίσουν την πνευματική ανωτερότητα των εθνικών. Υπήρξε λοιπόν δάσκαλος τόσο σημαντικών χριστιανών όπως του Μ. Βασιλείου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όσο και σημαντικών εθνικών όπως του αυτοκράτορα Ιουλιανού και του Αμμιανού Μαρκελίνου. Συχνά προωθούσε φτωχούς μαθητές (ακόμα και αν δεν είχαν τα χρήματα να τον πληρώσουν) αν έβλεπε σε αυτούς την δίψα της γνώσης, αφού για αυτόν η εργασία του δασκάλου «δεν μετριέται με το χρήμα». Απέφευγε να γελάει, αλλά έδινε στο μάθημα του μία αίσθηση «ήρεμης ευχαρίστησης» έχοντας ως αποτέλεσμα να επηρεάζει θετικά τους μαθητές του , οι οποίοι πάντα ακολουθούσαν τις προτροπές του χωρίς να έχουν οποιαδήποτε αίσθηση καταναγκασμού. Η πλειοψηφία των μαθητών τον λάτρευαν (χριστιανών και εθνικών ταυτοχρόνως), με εξαίρεση τον Ιωάννη τον «Χρυσόστομο» ο οποίος έβρισε αισχρά τον Λιβάνιο που θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη από τους χριστιανούς.

Είναι ο πιο πολυγραφότατος συγγραφέας και μας έχει σωθεί μία πληθώρα από τα έργα του (1560 επιστολές και 64 Λόγοι ) που έχουν πάνω από όλα ιστορική σημασία, αφού γίνονται εκτενέστερες αναφορές στην κόντρα εθνικών και χριστιανών, καθώς σε επίκαιρα γεγονότα της εποχής του. Παραδείγματος χάρη στο έργο του «Θρήνος για τον Ιουλιανό», βλέπουμε τον Λιβάνιο να υποστηρίζει ότι τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον δολοφόνησαν οι χριστιανοί. Αλλού ο Λιβάνιος χαρακτηρίζει τον Μ. Κωνσταντίνο ιερόσυλο γιατί κατάσχεσε τις περιουσίες των ελληνικών ναών. Επίσης έγραψε προς τον Βασιλέα Θεοδόσιο υπέρ των ελληνικών ναών κατηγορώντας τον χριστιανικό όχλο και τους ποιμένες τους, τόσο για την λεηλασία των αρχαίων ιερών, όσο και για το ότι «σφετερίζονταν ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού ήταν περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλονται ψεύτικοι τίτλοι. Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν τον θεό τους… Ο καθένας κοιτά να ικανοποιήσει το προσωπικό του συμφέρον». Ο Λιβάνιος επίσης κατηγορεί τους χριστιανούς ευνούχους του παλατιού που φρόντιζαν να έχουν από κοντά όλα τα νήπια της αυτοκρατορικής οικογένειας ώστε να εξασφαλίσουν την προσηλύτιση τους από νεαρή ηλικία. Για αυτό άλλωστε και ο γιος του Μ. Κωνσταντίνου (ο Κωνστάντιος) όταν έλαβε την εξουσία τους παρείχε υπερβολικά προνόμια και στην ουσία επηρεαζόταν από αυτούς σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτοί ήταν που στην ουσία κυβερνούσαν!

Οι οπαδοί του τον αποκαλούσαν χαρισματικό, ενώ οι αντίπαλοι του (που ήταν ως επί τω πλείστο χριστιανοί) κουραστικό , αφού δεν έπαψε ποτέ να καταγγέλλει τις παρανομίες και τους βαρβαρισμούς της χριστιανικής λαίλαπας! Ο Λιβάνιος έλεγε ότι «Για αυτούς λοιπόν που καλοπερνούν χωρίς να το αξίζουν είμαι δυσάρεστος και κουραστικός με τα λόγια μου… γιατί δεν είμαι για όλους κουραστικός αλλά μόνο για εκείνους που πλουτίζουν από τη δυστυχία των πολλών». Ήταν ο πρώτος που κατηγόρησε τους μοναχούς ότι ήταν φυγόπονοι, χαρακτηρίζοντας τους ως κηφήνες. Γενικότερα όλους τους ιερείς τους θεωρούσε κοινωνικά παράσιτα, λέγοντας ότι είναι «μαυροφορεμένα υποκείμενα που τρώνε περισσότερο από ελέφαντες και κατεβάζουν αμέτρητα ποτήρια», καθώς και τους «ερημίτες που γέμισαν τις σπηλιές, πρότυπα σοβαρότητας, μόνο όσον αφορά τα ρούχα τους».

Ο Λιβάνιος σαν άτομο ήταν ευσεβέστατος και διατηρούσε αλληλογραφία με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής του: ρήτορες, φιλοσόφους, επισκόπους και με αυτοκράτορες. Ακόμα και οι αντιπάλου του αναγνώριζαν το κύρος του. Εκτός από τους πιο σημαντικούς ρήτορες και σοφιστές της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, υπήρξε πάνω από όλα ένας ένθερμος υποστηρικτής της μητροπαράδοτης- πατρωπαράδοτης αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ο οποίος ποτέ δεν έπαψε στα έργα του να κατακεραυνώνει τους χριστιανούς και τις ποταπές πρακτικές τους.

 

ΕΥ ΠΡΑΤΤΕΙΝ -Ειρήνη Φουρνάρη