Αισχύλος τραγικός ποιητής

Ο Αισχύλος, ο μεγάλος μας ποιητής και ο αρχαϊκότερος των τραγωδών, γεννήθηκε το 525 Π.Χ.Χ. στην Ελευσίνα. Πατέρας του ήταν ο γαιοκτήμονας Ευφορίωνας, του γένους των Κορδιδών. Η ευγενική του καταγωγή συνέβαλε πιθανότατα σε μια καλού επιπέδου εκπαίδευση και αν και δεν έχουμε πολλές αναφορές για την μόρφωσή του, μπορούμε να συμπεράνουμε πως είχε πολύ καλή γνώση των έργων παλαιοτέρων λυρικών ποιητών, καθώς επίσης των Ομηρικών επών, ενώ ο Σόλων ανάμεσα σε άλλους, φαίνεται να έχει επιδράσει πολύ στην σκέψη του μεγάλου τραγωδού.

Ακόμη φέρεται να έχει μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια, γεγονός που τον εξόπλισε με ήθος, γενναιότητα και σθένος, κάτι που αποτυπώνεται στα έργα του αλλά και στον βίο του, ενώ ο G. Thomson στο βιβλίο του Aeschylus & Athens: a study in the social origins of drama 1967, υποστηρίζει πως ο Αισχύλος είχε πολύ βαθιές γνώσεις της πυθαγορείου φιλοσοφίας , αφού σύμφωνα με την άποψή του, τα έργα του βρίθουν πυθαγόρειων ιδεών και συμβολισμών.

Για την κοινωνική του ζωή γνωρίζουμε πως εκτός άλλων σημαντικών ποιητών και φιλοσόφων, συναναστρεφόταν με τον μεγάλο λυρικό ποιητή Πίνδαρο καθώς και με τον περίφημο Σιμωνίδη τον Κείο, τον μεγάλο αυτόν ποιητή που έγραψε τα επιγράμματα για τους πεσόντες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα.

Ο Αισχύλος είχε την τύχη να ζήσει σε μια περίοδο που στην αττική συνέβησαν πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα εξαιρετικής σημασίας. Η δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 508-507 Π.Χ.Χ. και αργότερα η μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, μέντορα του Περικλή, προσδιόρισαν την ιδεολογία και τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, κάτι που διαμόρφωσε την αττική τραγωδία μέσω της οποίας εκφράζονταν οι προβληματισμοί της κοινωνίας που βίωνε την αλλαγή. Από την άλλη, σε στρατιωτικό επίπεδο οι μηδικοί πόλεμοι (492- 479 Π.Χ.Χ.), στους οποίους συμμετείχε και ο ίδιος και οι ηρωικές νίκες των ενωμένων Ελλήνων, δημιούργησαν στον Αισχύλο ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, καθώς επίσης καθιέρωσαν την Αθηναϊκή ηγεμονία, η οποία στήριξε ιδεολογικά και υλικά τα πνευματικά και καλλιτεχνικά προϊόντα της πεντηκονταετίας (479 – 431 Π.Χ.Χ.). Έτσι λοιπόν, ο μεγάλος αυτός τραγωδός, εξοπλισμένος με πνεύμα και μόρφωση, εμπειρίες και σθένος, όντας τέκνο της εποχής του, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία, διαμορφώνοντας την τραγωδία με τις προοδευτικές του καινοτομίες και το μυστηριακό του γνωστικό υπόβαθρο, έτσι ώστε δικαίως να αναφέρεται από όλους ως “ο πατέρας της τραγωδίας”.

Κατά την 70ή ολυμπιάδα ( 499 – 496 Π.Χ.Χ.) ο νεαρός τότε Αισχύλος, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στους δραματικούς αγώνες και διαγωνίζεται ενάντια στους ποιητές Χοίριλο και Πρατίνα. Η πρώτη του νίκη ωστόσο, σημειώνεται το 484 Π.Χ.Χ. στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων, μια πρωτιά που κατάφερε να κρατήσει μέχρι το 468 Π.Χ.Χ., οπού νικήθηκε από τον κατά τριάντα χρόνια νεότερό του, αλλά ικανότατο Σοφοκλή, με τον οποίο μοιραζόταν πλέον τις νίκες κερδίζοντας, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. 
Το 472 Π.Χ.Χ. ο νεαρός τότε Περικλής, μιμούμενος τον Θεμιστοκλή που πριν τέσσερα χρόνια υπήρξε χορηγός του Φρύνιχου στις “Φοίνισσες” ένα έργο ύμνος για την νίκη στην Σαλαμίνα, γίνεται χορηγός του στους “Πέρσες” και ο Αισχύλος κερδίζει το πρώτο βραβείο. Το 458 Π.Χ.Χ. η “Ορέστεια” είναι το τελευταίο βραβείο που θα παραλάβει καθώς μετά από αυτό εγκαταλείπει την Αθήνα για την Σικελία.

Ο Αισχύλος, πέρα από μεγάλος δραματουργός, ποιητής, καινοτόμος , “φιλόσοφος” και μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές των αιώνων, υπήρξε και μεγάλος μαχητής. Ως Αθηναίος πολίτης έλαβε μέρος στους μηδικούς πολέμους μαζί με τους αδερφούς του, Κυναίγειρο και Αμεινία.

Στην Μάχη του Μαραθώνα το 490 Π.Χ.Χ. πολέμησε με γενναιότητα και σθένος εναντίον των Περσών. Αναφέρεται δε,πως λιπόθυμος και με πολλά τραύματα μεταφέρθηκε από την μάχη, ενώ ο αδερφός του ο Κυναίγειρος, προκάλεσε τον θαυμασμό όλων , καθώς μετά την πρώτη φάση της μάχης, όταν οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή και κατευθύνονταν στα πλοία τους, αυτός προσπάθησε να κρατήσει ένα περσικό πλοίο με τα χέρια του. Όταν ένας Πέρσης του έκοψε τα χέρια εκείνος προσπάθησε να το κρατήσει με τα δόντια του και τότε τον αποκεφάλισαν. Αυτή του η πράξη οδήγησε τους Αθηναίους στο να τον ανακηρύξουν Ήρωα, ενώ ο ζωγράφος Πολύγλωτος τον απαθανάτισε σε τρεις πίνακες (460Π.Χ.Χ.) στην απεικόνιση της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά.

Ο Αισχύλος έλαβε μέρος και στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 (Π.Χ.Χ.), όταν οι Πέρσες για δεύτερη φορά προσπάθησαν να κατακτήσουν τους Έλληνες καθώς και στην μεγάλη μάχη των Πλαταιών (479 Π.Κ.Ε), ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία έλαβε μέρος και στην ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 Π.Χ.Χ.).Ο άλλος του αδερφός, ο Αμεινίας, διακρίθηκε και αυτός στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας και θεωρήθηκε ένας από τους γενναιοτέρους της μάχης ενώ ήταν ένας εκ των τριών που πήραν “αριστείο” για την προσφορά του αφού ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε και εμβόλισε περσική ναυαρχίδα. Λέγεται μάλιστα ότι αυτό έγινε, όταν στην τακτική υποχώρηση του ελληνικού στόλου, πριν την πρώτη σύγκρουση, ώστε να γίνει μια ξαφνική αντεπίθεση και με αυτόν τον τρόπο να εμβολίσουν τα Περσικά πλοία, εμφανίστηκε μια γυναικεία μορφή που την είδαν όλοι και είπε:

ὦ δαιμόνιοιμέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε;

Ο Αμεινίας λοιπόν ήταν ο πρώτος που ακολουθώντας το σημάδι επιτέθηκε μπροστά, κάνοντας όλο τον υπόλοιπο στόλο να ακολουθήσει με αποτέλεσμα , ο ελληνικός στόλος να εμβολίσει και να σπάσει την συνοχή των Περσικών πλοίων.

ΑἰσχύλονΕὐφορίωνοςἈθηναῖοντόδεκεῦθει
μνῆμακαταφθίμενονπυροφόροιο Γέλας·

ἀλκὴν δ' εὐδόκιμονMαραθώνιονἄλσοςἄνεἴποι

καὶβαθυχαιτήειςΜῆδοςἐπιστάμενος. 
 

Tον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο

κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·

την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος

κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει

 

Αυτό το επίγραμμα υπέδειξε να μπει στον τάφο του αφού πεθάνει, θεωρώντας την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνα και γενικά στους Μηδικούς πολέμους, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του. Ο Αισχύλος επίσης διαγωνίστηκε με τον Σιμωνίδη για το επίγραμμα στον τύμβο των Μαραθωνομάχων, ωστόσο ο λυρικός ποιητής από την Κέα κέρδισε με το γνωστό:

Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι

χρυσοφόρωνΜήδων εστόρεσαν δύναμιν.

Το 470 Π.Χ.Χ. , ο ποιητής βρίσκεται στην Σικελία μετά από πρόσκληση του τυράννου των Συρακουσών, Ιέρωνα, με αφορμή την ίδρυση της πόλης Αίτνας. Εκεί μαζί του βρίσκονταν επίσης φιλοξενούμενοι στην αυλή του τυράννου, ο Πίνδαρος και ο Σιμωνίδης, γεγονός που ανατρέπει την πεποίθηση πως ο Αισχύλος έφυγε από την Αθήνα ντροπιασμένος από την ήττα που υπέστη από τον ποιητή Σιμωνίδη, ή πως έφυγε επειδή νικήθηκε από τον Σοφοκλή, πράγμα που έγινε αργότερα.

Την εκτίμηση και τον θαυμασμό που έτρεφε ο Ιέρωνας στο πρόσωπο του Αισχύλου, την αγάπη που είχε για τις τέχνες και τα γράμματα, καθώς και την φιλοξενία του, ο Αισχύλος την τίμησε γράφοντας την τραγωδία Αιτναίες.

Την δεύτερη φορά που έφυγε για την Σικελία, θα ήταν και η τελευταία φορά που θα άφηνε την Αθήνα. Ο Αισχύλος πέθανε στην Γέλα της Σικελίας το 456 – 455 Π.Χ.Χ. Ο θάνατός του λέγεται πως προήλθε από ένα παράδοξο και αμφισβητούμενο γεγονός, από έναν αετό, που έριξε στο κεφάλι του μια χελώνα, περνώντας το για πέτρα, μιας και αυτή ήταν μια συνηθισμένη τακτική ώστε οι αετοί να σπάζουν το καβούκι της χελώνας για να μπορούν να την φάνε.

Τον Θάνατο του Μεγάλου Τραγωδού οι Αθηναίοι τίμησαν ψηφίζοντας νόμο που επέτρεπε σε όποιον ήθελε, να διαγωνιστεί στους δραματικούς αγώνες με τραγωδίες του Αισχύλου. Ο Ευαίων και ο Ευφορίων, οι δύο γιοί του, ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα τους, συνέγραψαν τραγωδίες παρουσιάζοντας ταυτόχρονα στους αγώνες και έργα του Αισχύλου, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο την μνήμη του πατέρα τους. Ο Ευφορίωνας μάλιστα, φέρεται να νίκησε τον Σοφοκλή διαγωνιζόμενος με τραγωδία του πατέρα του.

Έναν αιώνα αργότερα , στο θέατρο του Διονύσου , στήθηκε χάλκινο άγαλμα του Αισχύλου, δηλώνοντας την αναγνώριση , την εκτίμηση και τον σεβασμό που έτρεφαν και οι μεταγενέστεροι στο πρόσωπό του.

Ο Αισχύλος με τις καινοτομίες του και με τις “εμπνευσμένες” νέες ιδέες του, εξύψωσε την τραγωδία δίδοντάς της τα χαρακτηριστικά που όλοι σήμερα γνωρίζουμε, ανοίγοντας νέους δρόμους για τους τραγωδούς και ποιητές που ακολούθησαν, από τον Μέγα Σοφοκλή και Ευριπίδη, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε τον Σέλλεϋ και τον Λόρδο Βύρωνα.

Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις καινοτομίες που εφάρμοσε σε μια παράγραφο, θα λέγαμε πως τα κύρια σημεία αυτών των αλλαγών ήταν η προσθήκη δεύτερου ηθοποιού, πράγμα το οποίο βοήθησε στην ανάπτυξη του διάλογου που με την σειρά του, οδήγησε σε εμβάθυνση της πλοκής. Η μείωση των χορικών, από πενήντα σε δώδεκα, δίνοντάς του παράλληλα έναν χαρακτήρα πιο μυστηριακό, αφού συνήθως ο χορός αναπαριστούσε το θείο, και παρενέβαινε, άλλοτε εκφράζοντας τις σκέψεις των ηρώων που οι ίδιοι δεν πρόδιδαν, και άλλοτε δίνοντας συμβουλές και παρηγοριά στους πρωταγωνιστές. Η δημιουργία τριλογίας με ενιαίο περιεχόμενο και προσθήκη σκηνικών μηχανών. Ακόμη, εισήγαγε ένα μυστηριακό και θρησκευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας ίσως σαν εισηγητής, των αρχαίων διονυσιακών θρησκευτικών τελετών σε μια πιο σύγχρονη μορφή θεάτρου. Αξίζει να σταθούμε, αναφορικά έστω , στην γλωσσική του ιδιαιτερότητα. Ο Αισχύλος εκφράζεται με μια γλώσσα, ποιητική, μυστηριακή και γλαφυρή που δεν προϋπάρχει της εποχής του. Εισήγαγε με λίγα λόγια ένα είδος γλωσσικό που διαμόρφωσε και στιγμάτισε την τραγωδία , την ποίηση, την φιλοσοφία και όχι μόνο, στην εποχή που τον ακολούθησε. Μέσα από αυτήν λοιπόν την λαμπρή γλωσσική ιδιαιτερότητα, ο μεγάλος τραγωδός διεύρυνε και ενδυνάμωσε την επιρροή που ασκούσε ο μυθικός και μυητικός συμβολικός λόγος, δημιουργώντας μια βαθύτερη, ιερότερη και πιο μυστηριακή σχέση μεταξύ του θεατή και του έργου, καθιστώντας τον, ικανό αποδέκτη και συμμέτοχο υψηλών και λεπτοφυών φιλοσοφικοθρησκευτικών στοχασμών και νοημάτων.

Αυτή ακριβώς η μυστηριακή κάθαρση ήταν το ζητούμενο και ο απώτερος σκοπός της Τραγωδίας κατά τον Αισχύλο.

 

Ο Συμβολισμός στην Τραγωδία

Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε πως οι τραγωδίες κινούνται πάνω στα πρότυπα των μυθολογιών που μας παραδίδονται από τους μεγάλους θεολόγους (Ορφέα, Ησίοδο, Όμηρο). Αυτό σημαίνει πως πέρα από την πλοκή αυτή καθεαυτή, την συναισθηματική επιρροή που μπορεί να ασκεί στον θεατή, τα νοήματα που διαφαίνονται, τα διδάγματα και τις ηθικές αξίες που προβάλλονται, η τραγωδία είναι ως επί των πλείστων ένα θρησκευτικό δρώμενο χτισμένο πάνω σε ένα θεολογικό μυστηριακό υπόβαθρο.

Όπως αναφέρει ο Πλάτων δια στόματος Σωκράτη στην “Πολιτεία”, οι μύθοι έχουν σκοπό να μεταδώσουν αλήθειες οι οποίες μ' έναν κωδικοποιημένο τρόπο βρίσκονται κρυμμένες μέσα στα σύμβολα. Μας εφιστά την προσοχή τονίζοντας την ιερότητα των μύθων και την αξία τους, αλλά μας προειδοποιεί πως μπορούμε να παγιδευτούμε αν δεν τους προσεγγίσουμε με τον σωστό τρόπο, προβλέποντας ίσως την απαξίωση και την παρανόηση που άρχισε να αναπτύσσεται στα επόμενα χρόνια, η οποία δυστυχώς υπάρχει και στις μέρες μας.

Η ανακάλυψη νοημάτων και ο αποσυμβολισμός είναι το ζητούμενο και το μυητικό ταξίδι που καλούμαστε να κάνουμε ο καθένας προσωπικά. Η ίδια η προσπάθεια μας, ή ίδια η αναζήτησή μας είναι και το κλειδί της επιτυχίας, όπως θα μας πει ο Σαλούστιος στο «Περί Θεών και Κόσμου», ο οποίος αφιερώνει ολόκληρο το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο στην σημασία των μύθων και τον τρόπο που πρέπει να προσεγγίζονται.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο Αισχύλος ήταν μυημένος στα ελευσίνια μυστήρια, και κάτοχος “θεολογικής” γνώσης. Οι μύθοι δηλαδή και το υπόβαθρο που χρησιμοποιεί είναι απόλυτα σύμφωνο με το ευρύτερο φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα , βάσει του οποίου μεγάλοι φιλόσοφοι της ύστερης εποχής, μας έδωσαν κάποια κλειδιά ή αποκωδικοποίησαν οι ίδιοι μέρη τραγωδιών. Πρέπει όμως να προφυλαχτούμε και από την μονόπλευρη οπτική των έργων. Κάθε έργο κρύβει μέσα του μια πολλαπλότητα και ένα εύρος το οποίο θα καταφέρουμε να εντοπίσουμε, μόνο όταν διευρύνουμε και εμείς οι ίδιοι το αντιληπτικό μας πεδίο, αναγνωρίζοντας πως τις περισσότερες φορές μπορεί να υφίσταται μια πολλαπλή κωδικοποίηση , ένας πολυεπίπεδος κόσμος συμβόλων. Αν λοιπόν βρεθούμε ποτέ σε σύγχυση προκειμένου να διαλέξουμε την μια ή την άλλη εξήγηση, τον έναν ή τον άλλον αποσυμβολισμό, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να δεχτούμε πως μπορεί να ισχύουν παραπάνω από μια εξηγήσεις και ας φαίνονται φαινομενικά πως είναι αντιφατικές. Οι εκδοχές και οι παραλλαγές των μύθων για παράδειγμα δεν ακυρώνουν ο ένας τον άλλον, αλλά τους προσδίδουν άλλο νόημα, μεγαλύτερο εύρος εμβαθύνοντάς τον και προσεγγίζοντας μια σφαιρική αλήθεια. Εξάλλου οι τραγωδίες δεν “παίζονταν” αλλά “διδάσκονταν” στα αρχαία θέατρα.

Έχοντας αυτό στο μυαλό μας, ο καθένας από εμάς, οφείλει να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό τις τραγωδίες και να αναζητά συνεχώς νοήματα και σύμβολα, με σοβαρότητα μέσα από προσωπική μελέτη και την καθοδήγηση των φιλοσόφων μας.

 

Έργα

Από τα εβδομήντα εννέα έργα του, ή από τα ενενήντα δύο όπως αναφέρεται στο λεξικό τουΣουίδα, που έγραψε ο Αισχύλος, σώζονται ακέραια μόνο επτά: ΠέρσεςEπτά επί ΘήβαςΠρομηθέας δεσμώτηςΙκέτιδες και η τριλογία Ορέστεια, που αποτελείται από τρεις τραγωδίες, ΑγαμέμνωνΧοηφόρεςΕυμενίδες.

Αποσπάσματα ακόμα, σώζονται από την Νιόβη, την τριλογία Μυρμιδόνες, που αναφέρεται στον Αχιλλέα, μέρος της οποίας είναι οι τραγωδίες “Νηρηίδες και Έκτορος λύσις”.
Εκτεταμένα αποσπάσματα έχουν σωθεί και από το έσχατο της τριλογίας “Περσέας” , σατυρικό δράμα “Δικτυουλκοί” καθώς και μικρότερης έκτασης αποσπάσματα έχουμε και στο σατυρικό δράμα “Θεωροί” ή “ “Ισθιμασταί”.

 

Ικέτιδες

Το παλαιότερο και λυρικότερο έργο του Αισχύλου. Γράφτηκε περί το 490 (Π.Κ.Ε), αποτελείται από 1073 στίχους και είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας την οποία συμπληρώνουν οι τραγωδίες, “Αιγύπτιοι” και “Δαναΐδες”. Η υπόθεση στηρίζεται στον μύθο της Ιούς, η ιστορία εξελίσσεται γύρω από τους απογόνους της οι οποίοι φέρουν μια τραγική μοίρα όπως εκείνη. Οι πενήντα κόρες το Δαναού (Δαναΐδες) μαζί με τον Πατέρα τους, ζητούν Άσυλο από τον Πελασγό, βασιλιά του Άργους, απ' όπου και κατάγονταν, ως Ικέτιδες, προκειμένου να αποφύγουν τον γάμο με τα πενήντα ξαδέρφια τους και υιούς του Αιγύπτου, θεωρώντας αυτήν την αιμομικτική ένωση, ανόσια. Ο Πελασγός , αφού πρώτα συμβουλευτεί τον λαό του, προσφέρει άσυλο και προστασία στις Ικέτιδες, λέγοντας πως ο ίδιος ο Δίας επιθυμεί την προστασία όλων των ικετών και καλώντας την κόρη του, την θεά Θέμιδα να κρίνει την πράξη του. Έτσι ο βασιλιάς Πελασγός δίνει αρνητική απάντηση στον απεσταλμένο του Αιγύπτου, λέγοντας πως είναι και προετοιμασμένοι για πόλεμο, αν αυτό χρειαστεί. Τελικώς η Πόλη, αποφασίζει να δώσει άσυλο στις Ικέτιδες, και οι Δαναΐδες κλείνουν το έργο υμνώντας και ευχαριστώντας του Θεούς.

Εδώ αξίζει να σταθούμε στην έννοια της πόλης και της διακυβέρνησής της, οπού ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ πολιτών και εξουσίας. Ο Πελασγός είναι ένας σοφός και δίκαιος βασιλιάς όπως επίσης και οι πολίτες είναι αρκετά συνειδητοποιημένοι και με αίσθηση δικαίου. Μαζί, λαός και βασιλιάς, συναποφασίζουν για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την δημοκρατική και δίκαιη λειτουργία της πόλης. Ο χορός, που συγκροτούν οι πενήντα κόρες του Δαναού, απαγγέλλει το μισό σχεδόν έργο, κάτι που σε κανένα από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου δεν γίνεται. Το όλο έργο και η σημασία του προφανώς και δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να αναλυθεί επαρκώς σε λίγες γραμμές, αλλά μπορούμε να πούμε, πολύ συνοπτικά πως πέραν των άλλων νοημάτων και ζητημάτων που θίγονται στις Ικέτιδες, το σημαντικότερο ζήτημα που προβάλλεται στο έργο, είναι η Ιερή πράξη της Ικεσίας και η αντιμετώπιση που πρέπει να έχει από τους Έλληνες καθώς και την γυναικεία θέληση και υπόσταση στα χρόνια της αρχαιότητας, όπως επίσης και στην στοργική αντιμετώπιση από τους άνδρες της εποχής.

«Κι ενάντια σ άνδρες

Άνδρες αυτοί

το δίκιο το γυναικείο στήριξαν»

Ο Πελασγός, αναφέρεται στους Αιγυπτίους λέγοντας, πως αυτό που ζητούν και η συμπεριφορά τους, είναι προσβολή στους ίδιους τους Θεούς και στην πόλη τους. Αυτό το σημείο μας δείχνει και μια θρησκευτική ηθική που διέπει τα έργα του Αισχύλου καθώς και την νοοτροπία των Ελλήνων, αποκαθιστώντας ίσως, κατά ένα μέρος, την παρερμήνευση των συμβολισμών των μύθων, από ερευνητές και μελετητές οι οποίοι αρνούνται να δουν την μυθολογία ως κάτι καθαρά συμβολικό, αλλά παγιδεύονται, ή επιλέγουν να βλέπουν σκοπίμωςμια ρεαλιστική και κυριολεκτική προσέγγιση της θρησκείας όπως αυτή δίνεται από τους μεγάλους θεολόγους όπως ο Ορφέας, ο Ησίοδος και ο Όμηρος.

Επανερχόμενοι στην τραγωδία Ικέτιδες και κλείνοντας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε συνοψίζοντας παράλληλα , πως ο Αισχύλος σε αυτό το έργο, παρουσιάζει την ιερότητα του θεσμού της ικεσίας, υμνεί την δημοκρατία, το δίκαιο μα και το ήθος των ανδρών που το υπερασπίζονται, όπως αυτό ορίστηκε από τους Θεούς, υμνεί την ειρήνη και τοποθετεί την γυναίκα σε μια υψηλή θέση, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και σαν οντότητα, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά όπως, μαχητικότητα, υπερηφάνεια, αίσθημα δικαίου ενώ προσδίδει σε αυτή ακόμα και θειότητα.

 

Επτά επί Θήβας

Τελευταίο μέρος της τριλογίας για τον Θηβαϊκό κύκλο (προηγούνται τα έργα Λάιος και Οιδίπους και το σατυρικό δράμα Σφίγξ) που αναφέρεται στην μοίρα των Λαβρακιδών, το Επτά επί Θήβας ή επτά επί Θήβαις, είναι το έργο που έδωσε στον Αισχύλο το βραβείο στους ποιητικούς αγώνες της 78ης Ολυμπιάδας.

Εδώ η ιστορία βασίζεται στον μύθο του Οιδίποδα, του βασιλιά των Θηβών, οπού ανακάλυψε πως είναι ο υπαίτιος για την συμφορά που μάστιζε τον λαό του, επειδή είχε σκοτώσει , εν αγνοία του, τον πατέρα του Λάιο και είχε νυμφευθεί την μητέρα του Ιοκάστη. Όταν ο Οιδίποδας ανακάλυψε την αλήθεια μη μπορώντας να αντέξει το βάρος των πράξεών του και την ντροπή του, έβγαλε τα μάτια του με μια βελόνα και αυτοεξορίστηκε.

Πάνω σε αυτό το τραγικό υπόβαθρο, εξελίσσεται η τραγωδία Επτά επί Θήβας, με τους δύο γιους του Οιδίποδα, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο πρώτος διαδέχεται τον πατέρα του, ανεβαίνοντας στον θρόνο ενώ ο αδελφός του, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά του Άργους και ύστερα, εκστρατεύει ενάντια στην γενέτειρά του με σκοπό να ανακτήσει την εξουσία που με άδικο τρόπο του στέρησε ο αδερφός του.

Ο αγγελιαφόρος του Ετεοκλή, τον ενημερώνει για την παράταξη των Αργείων στρατηγών σε κάθε μια από τις πύλες και ότι στην έβδομη πύλη ο ίδιος ο Πολυνείκης θα ηγηθεί της επίθεσης. Παρά της παρακλήσεις του χορού να μην χυθεί αδελφικό αίμα, ο Ετεοκλής αποφασίζει να σταθεί απέναντι από τον αδερφό του και να τον αντιμετωπίσει. Απέναντι από κάθε στρατηγό, αντιπαρατάσσει έναν δικό του γενναίο άντρα και η μάχη αρχίζει.

Όσο διαρκεί η πολιορκία, ο χορός των Θηβαίων γυναικών θρηνεί και εκφράζει τους φόβους και τις ανησυχίες του για την πιθανή νίκη των ξενόφερτων δυνάμεων. Ωστόσο ο αγγελιαφόρος έρχεται και ανακοινώνει το τέλος της μάχης, την νίκη των Θηβών και τον χαμό των δύο αδερφών. Στο τέλος του έργου, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, οι δύο κόρες του Οιδίποδα, θρηνούν δίπλα στα νεκρά σώματα, τον άδικο χαμό των αδερφών τους. Ο κήρυκας της πόλης ανακοινώνει την απόφαση των αρχόντων να θάψουν τον Ετεοκλή, αλλά τον Πολυνείκη να τον αφήσουν άταφο. Η Αντιγόνη δηλώνει την αντίθεσή της λέγοντας πως η ίδια θα έθαβε τον αδερφό της, έτοιμη να αντιμετωπίσει της συνέπειες της πράξης της. Έτσι κλείνει και το έργο. Με τον χορό χωρισμένο στα δύο να ακολουθεί την Ισμήνη που πάει να θάψει τον Ετεοκλή και το άλλο ημιχόριο την Αντιγόνη που πάει να θάψει τον Πολυνείκη.

 

Προμηθέας Δεσμώτης

Ο Προμηθέας δεσμώτης είναι ένα έργο αχρονολόγητο, καθώς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε χρονολόγηση από τους μελετητές. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως το έργο είναι νόθο ή πολύ μεταγενέστερο, αλλά οι μελετητές συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για ένα όψιμο έργο του Αισχύλου. Αυτή η σύγχυση οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε μια αυστηρώς φιλολογική προσέγγιση του έργου, βάσει της οποίας το πνεύμα και οι θέσεις που διαπνέουν την τραγωδία είναι παράδοξες συγκριτικά με το ύφος και το θρησκευτικό ήθος του Αισχύλου, όπως αυτό διαφαίνεται μέσα από τα μεταγενέστερα έργα του. Ωστόσο στην αρχαιότητα ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του έργου.

Πρέπει όμως να έχουμε στο μυαλό μας, αφενός πως το έργο αυτό είναι “η αρχή”, ένα απόσπασμα από την τριλογία “Προμήθεια” και αφετέρου πως η προσέγγιση όλων των τραγωδιών, πόσω μάλλον του συγκεκριμένου έργου, δεν είναι δυνατόν να γίνει “ξερά” από φιλολογικής σκοπιάς. Οι συμβολισμοί, το θεολογικό υπόβαθρο των Ελλήνων της εποχής, πόσω μάλλον του μυημένου Αισχύλου, είναι το κλειδί στην κατανόηση βαθύτερων νοημάτων του Προμηθέα Δεσμώτη. Η σκληρότητα του Δία, τα πάθη του Προμηθέα, οι θεότητες που εμφανίζονται να συμπαραστέκονται στο δράμα του Τιτάνα και οι άλλες που τον επικρίνουν, η όλη πλοκή και εξέλιξη του έργου δεν είναι παρά ένα συμβολικά δοσμένο θρησκευτικό δράμα. Ωστόσο εδώ δεν θα αποτολμηθεί να παρουσιαστεί μια τέτοια ολοκληρωμένη παρουσίαση και αποσυμβολισμός των έργων του Αισχύλου (όπως ειπώθηκε και παραπάνω) αλλά μια περίληψη της πλοκής της τραγωδίας σε ένα ικανοποιητικό και κατανοητό επίπεδο.

Ο Προμηθέας ήταν ο Τιτάνας, που σύμφωνα με την μυθολογία, έκλεψε την φωτιά από τους θεούς και την δώρισε στους ανθρώπους. Ο Δίας, οργισμένος από την πράξη αυτή, τιμώρησε τον Προμηθέα καρφώνοντας τον σε ένα βράχο στον Καύκασο ενώ ένας αετός ερχόταν κάθε πρωί και του έτρωγε το συκώτι το οποίο γιατρευόταν κάθε μέρα επειδή ο ίδιος ήταν αθάνατος.

Ο Αισχύλος στην τραγωδία του, μιλάει για περισσότερες ευεργεσίες του Προμηθέα στο ανθρώπινο είδος. Λέει ότι χάρισε δώρα και γνώση στους ανθρώπους για να αποφύγουν τον αφανισμό, τους απάλλαξε από τον φόβο του θανάτου, έδωσε τέχνες και νου, την αριθμητική, τους έμαθε την τέχνη της μαντείας και της ιατρικής, της μεταλλουργίας και της ναυσιπλοΐας. Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε και να δούμε την φωτιά, ως σύμβολο όλων των παραπάνω, ως κάτι που φωτίζει και που δίνει γνώση, διαμορφώνει κι εξαγνίζει. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο εξελίσσεται η τραγωδία, η οποία αρχίζει με την σκηνή όπου το Κράτος και η Βία δένουν τον Προμηθέα πάνω στον βράχο και διατάζουν τον Ήφαιστο να τον καρφώσει , έτσι ώστε να αρχίσει η τιμωρία του όπως υπέδειξε η θέληση του μεγάλου Διός. Ο Ήφαιστος απρόθυμος καρφώνει τις αλυσίδες και δένει τον Προμηθέα σε έναν ψηλό βράχο του Καυκάσου, δείχνοντας συμπόνια για τα πάθη του Τιτάνα, που θα έστεκε εκεί, να βασανίζεται για όσο καιρό το έκρινε ο Δίας. Το Κράτος και η Βία οργισμένοι μιλούν για την πράξη του Τιτάνα και ύστερα ο Προμηθέας μένει μόνος του καρφωμένος στον βράχο.

Οι Ωκεανίδες, θυγατέρες του Ωκεανού έρχονται σαν χορός και συμπαρίστανται στον Προμηθέα, θρηνώντας μαζί του και παρηγορώντας τον. Ο χορός, εκφράζει και τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, ο οποίος σιωπηλός μέχρι εκείνη την στιγμή υπομένει τα πάθη του.

Σε λίγο εμφανίζεται και ο Ωκεανός, ο οποίος θέλοντας να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριο του Προμηθέα, του ζητά να μεσολαβήσει ο ίδιος και να πείσει τον Δία. Ο Προμηθέας όμως δεν δέχεται την προσφορά του Ωκεανού και περήφανος για τις πράξεις του αναφέρει όλες τις ευεργεσίες που παρείχε στους ανθρώπους.

Στο δεύτερο μέρος εμφανίζεται η Ιώ, βασανισμένη και η ίδια από την μοίρα της και την αέναη καταδίωξη, κυνηγημένη από τον Οίστρο, μια αλογόμυγα σταλμένη από την Ήρα, κοντοστέκεται και προσφέρει λόγια παρηγοριάς στον Προμηθέα θρηνώντας για την δική του συμφορά. Ο Προμηθέας τότε συμπάσχει και ο ίδιος με την μοίρα της Ιούς, και προβλέπει πως από την δική της γενιά, κάποιος απόγονός της θα τον ελευθερώσει. Σε αυτό το σημείο ο Προμηθέας αναφέρει και μια προφητεία για την πτώση του Δία, η οποία μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν ο ίδιος του αποκαλύψει ένα μυστικό που μόνο αυτός γνωρίζει. Η Ιώ συνεχίζει την πορεία της και εμφανίζεται ο Ερμής, αγγελιαφόρος του Δία και σταλμένος από τον Ίδιο, απαιτεί να μάθει το μυστικό που λέει πως γνωρίζει ο Προμηθέας και τον απειλεί πως αν δεν του το πει, τα βάσανά του θα αυξηθούν. Ο Προμηθέας, εμμένοντας στην αρχική του περήφανη θέση αρνείται να αποκριθεί στον υπηρέτη του Δία και ο χορός πλαισιώνει προστατευτικά, μέχρι το τέλος, τον Προμηθέα προσφέροντας παρηγοριά και λόγια συμπόνιας.

Η Λύτρωση του Προμηθέα έρχεται στο δεύτερο μέρος της τριλογίας “Προμηθέας Λυόμενος” όπου απελευθερώνεται από τον Ηρακλή. Η μυθολογία μας λέει πως ο Προμηθέας όχι μόνο ελευθερώνεται από τον Ηρακλή, αλλά θα είναι και ο μόνος Τιτάνας ο οποίος έγινε δεκτός στον Όλυμπο. Όλα δείχνουν πως το τέλος της τριλογίας του Αισχύλου , έκλεινε με μια συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.

 

Πέρσες

Η τραγωδία Πέρσες “Πέρσαι”, χρονολογούνται το 472 Π.Κ.Ε και είναι μαζί με τις Ικέτιδες τα αρχαιότερα σωζόμενα δράματα. Το έργο αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα του Αισχύλου, διαπνέεται από μια μεγαλοψυχία για τους ηττημένους εχθρούς αλλά έχει και ως σκοπό να θεμελιώσει ηθικές αρχές στην Αθηναϊκή πολιτεία, αφού ο Αισχύλος έβλεπε την ομόνοια που είχε δημιουργηθεί να χάνεται κάτω από την ολοένα και αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Είδε την αλαζονεία να φουσκώνει στον νου των νικητών και ορθώς πρόβλεψε τους κινδύνους που εμπεριείχε μια τέτοια συμπεριφορά, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα.

Γραμμένη οκτώ χρόνια μετά την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, η τραγωδία αναφέρεται στο γεγονός της συντριβής του περσικού στόλου, όπως τα μετέφερε ο Πέρσης Αγγελιαφόρος στην περσική αυλή, απευθυνόμενος στην μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα.

Η τραγωδία αρχίζει με τον χορό των Γερόντων, ανθρώπων συνετών, να εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της εκστρατείας. Νέα δεν έχουν έρθει καιρό τώρα και οι γέροντες φοβούνται μήπως τον Περσικό στρατό τον βρήκε συμφορά. Ύστερα ανακοινώνουν την άφιξη της μητέρας του Ξέρξη και σύζυγο του Δαρείου. Η Άτοσσα εμφανίζεται και απευθυνόμενη στον χορό, ζητάει την συμβουλή των γερόντων για να της ερμηνεύσουν ένα δυσοίωνο όνειρο που είδε. Στο όνειρό της ήρθαν δυο καλοντυμένες γυναίκες με κάλλος και ανάστημα αρχοντικό. Η μια φορούσε πέπλο περσικό και η άλλη Δωρικό. Ήταν μεταξύ τους αδελφές, αλλά μάλωναν και ο γιος της ο Ξέρξης ήρθε και της έζεψε στο άρμα του. Η πρώτη υπάκουη αφέθηκε στην θέληση του Ξέρξη και με καμάρι δέχτηκε τα χαλινάρια σαν στολίδι, η άλλη όμως, που πατρίδα είχε την Ελλάδα αντέδρασε κι έσπασε τα εξαρτήματα του δίφρου κι έσπασε τον ζυγό με λύσσα. Ο Ξέρξης τότε έπεσε καταγής, και ο πατέρας του με λύπηση κοιτάζοντάς τον έκλαιγε από ντροπή. Ο Ξέρξης τότε έσκισε τα ρούχα του.

Σε όλη την περιγραφή, επικρατεί μια αγωνία από την πλευρά της Άτοσσας η οποία δίνει στην σκηνή μια τραχιά και βίαιη υπόσταση. Ύστερα η Άτοσσα, αφού εκμυστηρεύεται πως είναι οι πρώτοι και οι μοναδικοί που άκουσαν το όνειρο, ζητά να μάθει από τους γέροντες προς τα που πέφτει η Αθήνα και προσπαθεί με ερωτήσεις να μάθει για αυτούς.Οι απαντήσεις των γερόντων δημιουργούν ένα μεγάλο μυστήριο στην Άτοσσα καθώς και έναν φόβο, μη μπορώντας να κατανοήσει την σκέψη τους και τρομάζοντας από την ικανότητά τους στον πόλεμο. Προειδοποιεί τους γέροντες πως αν ο Ξέρξης ηττηθεί τελικά και δεν καταφέρει να μεγαλώσει την Περσική αυτοκρατορία, κανείς να μην τον κατηγορήσει για την αποτυχία του.

Τότε μπαίνει και ο αγγελιαφόρος με τα νέα της συμφοράς για τους Πέρσες. Ο Ξέρξης είναι ζωντανός, αλλά ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς, η περσική δύναμη υπέστη μεγάλη φθορά. Όλα χάθηκαν. Η δύναμη της επόμενης σκηνής είναι μια τρομερή περιγραφή της απόγνωσης που επικρατεί στην Περσική αυλή. Ο χορός, γέροντες σοφοί, γέροντες συνετοί, σύμβουλοι του αυτοκράτορα, κλαίνε και οδύρονται τραβώντας τα μαλλιά τους, χάνουν κάθε αυτοκυριαρχία ακούγοντας τα νέα της συμφοράς. Η Άτοσσα ζητά να μάθει λεπτομέρειες. Ο Αγγελιαφόρος της λέει πως οι δυνάμεις των Περσών ήταν πολύ περισσότερες, Δαίμονας έγειρε την ζυγαριά στο μέρος των Ελλήνων. Οι Θεοί λέει, έσωσαν την πόλη της Παλλάδας. Και ύστερα ακολουθεί η περιγραφή της εξόδου του Ελληνικού στόλου από τα στενά της Σαλαμίνας.

 

Πρώτος άρχισε, δέσποινα, με την οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού . Ήρθε απ το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο σου και είπε:

«Όταν απλώσει η νύχτα τοσκοτάδι θα ξεφύγουνοιΈλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν. Όπως όπως».

Και μόλις τ άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτείδόλοτουΈλληνα ή φθόνοθεούφώναξε τους ναύαρχουςόλουςκαι πρόσταξε: «Όταν πάψει ο Ήλιος να καίειτοχώμα και υψωθείτοσκοτάδι, να παρατάξτε τα καράβια σας να φράξετετοδρόμοσετρειςσειρές. Πυκνά. Και μ άλλα να κυκλώσετεγύρω από τονησίτουΑίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ τονκλοιό και το χαμόσωθούνοιΈλληνες βρίσκοντας δρόμο τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».

Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος δενήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.

Και τηνίδια ώρα οιΈλληνεςήρεμα και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να φάνε. Οι ναύτες περνούσαν τα κουπιά στους σκαρμούς και μετά πουέδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα καράβια σεσχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν τηντάξη όπωςορίστηκε ο καθένας. Προχωρούσε η νύχτα και τελείωνε και αυτοίπουθενάδεδοκίμασαν να φύγουν.

Και όταν ξημέρωσε, όταν ανέβηκε τοάρμα τηςημέρας τότε απ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε πουγελαστήκαμε. Δενήταν τοτραγούδι τουςήχοςφυγής . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν. Και οισάλπιγγες τουςφλόγιζαν τα κουπιά αμέσωςτότε ακούστηκετοσύνθημα.

Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.

Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα τα άλλα πίσωτους. Και αντήχησετότεμυριόστομο:

«Παιδιά της Ελλάδας προχωράτε, λευτερώστε την Πατρίδα. Λευτερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών, και των προγόνων τους τάφους. Τώρα ο Αγώνας για όλα» 
"
Ὦ παῖδες Ἑλλήνωνἴτεἐλευθεροῦτε πατρίδ, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών." 

Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά στα περσικά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για καθυστερήσεις. Οδηγήσαμε τα καράβια μας κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε ένα Ελληνικό σ'ένα Φοινικικό

Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες. Τα συνέτριψε. Και τότεέγινεολοκληρωτική επίθεση. Στην αρχήάντεχαν οιγραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια στοστενόφράκαραν όλα. Έπεφταν τοένα στάλλο. Άνοιγαν οιπρώρες σπάζαν τα κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Ελληνικάέτρεχαν γύρω μας μετέχνη και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν. Άνοιγαν τα καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτηκορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Και σαν μυρμήγκια στις παραλίεςοινεκροί. Τότεόσα μας έμειναν άρχισαν να φεύγουν.

Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν τρεχόψαρα ή νασερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με κομμάτια άρμενα μας τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές και βογκούσεόλη η θάλασσα από τα κλάματα και τον πόνο. Όλητημέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσοινεκροίσεμια μέρα μέσα ποτέδεν ξανάγινε.

Ύστερα από αυτήν την περιγραφή, η Άτοσσα και ο χορός, κατηγορούν δείχνοντας παράλληλα έναν σεβασμό και δέος, στους Δαίμονες και τους Θεούς που στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων και έριξαν πάνω στους Πέρσες την συμφορά που τους βρήκε ενώ η Άτοσσα επιπλήττει τους γέροντες για την λανθασμένη εξήγηση που έδωσαν στο όνειρό της. Η μητέρα του Δαρείου φεύγει και επιστρέφει προσφέροντας χοές στο πνεύμα του Δαρείου και ο χορός καλεί μαζί της τον νεκρό βασιλιά επικαλούμενος τους υποχθόνιους θεούς.

Ο Δαρείος εμφανίζεται ως είδωλο πάνω από τον τύμβο του και πληροφορείται από την γυναίκα του την φοβερή καταστροφή των Περσών. Ο Δαρείος μιλά για παλαιούς χρησμούς, που ο Ξέρξης με την Αλαζονεία του και την απερισκεψία του κατάφερε να εκπληρώσει προκαλώντας τεράστια και πρωτοφανή καταστροφή στην αυτοκρατορία. Συμβουλεύει τους Πέρσες να έχουν φρόνηση και μέτρο και να μην εκστρατεύσουν άλλη φορά εναντίον της Ελλάδας. Επιρρίπτει την ευθύνη της καταστροφής στην ασέβεια και την ύβρη των Περσών που επέδειξαν όταν κατέστρεψαν Ιερά των Ελλήνων και τέλος προβλέπει τον θρίαμβο των Ελλήνων στις Πλαταιές. Η Άτοσσα πάει να ετοιμάσει ρούχα για τον Ξέρξη και το είδωλο του βασιλιά χάνεται ξανά στον Άδη. Ο χορός μένει μόνος επί σκηνής και εξυμνεί τον Δαρείο και τις καλές και συνετές μέρες της βασιλείας του. Ο Ξέρξης εμφανίζεται κουρελιασμένος θρηνώντας για την καταστροφή και οι γέροντες τον επικρίνουν για την ντροπή που έφερε στους Πέρσες. Στο τέλος, κι ενώ ο χορός , ρώτησε τον Ξέρξη για την τύχη των σπουδαίων αντρών που συμμετείχαν στην εκστρατεία, συνοδεύει τον βασιλιά Ξέρξη που θρηνεί, μέχρι τα ανάκτορα.

Είναι πλέον εμφανές, πως αυτός ο ύμνος για την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, γράφτηκε όχι με σκοπό να προβάλλει την υπεροχή των νικητών επί των ηττημένων, αντιθέτως δείχνει μια μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους, θα λέγαμε ακόμα και συμπόνια, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται και σαν προειδοποίηση για τους Έλληνες ώστε να μην πέσουν στα ίδια λάθη και να μην τους βρουν τα ίδια δεινά. 
Ο Αισχύλος που πήρε και ο ίδιος μέρος στην ναυμαχία, όπως και σε όλες τις κρίσιμες μάχες των μηδικών πολέμων, μας προσφέρει την μαρτυρία του, δοσμένη μέσα από τα νοήματα που θέλει να προσδώσει και την μεγαλοψυχία και το ήθος των Ελλήνων της εποχής.

Ορέστεια

Η Ορέστεια είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία,αποτελείται από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες. Παρουσιάστηκαν πρώτη φορά του 458Π.Χ.Χ. στην γιορτή των μεγάλων Διονυσίων όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Βασίζεται πάνω στον μύθο των Ατρειδών, των απογόνων του Ατρέα που ομοίως και ο ίδιος, κουβαλάει την βαριά μοίρα των προγόνων του, αφού ανήκει και ο ίδιος στην καταραμένη γενιά του Τάνταλου.

Η Ορέστεια είναι μια εξαιρετική τριλογία, τα μέρη της οποίας μπορούν να σταθούν το κάθε ένα ξεχωριστά δίχως να χάσουν την αξία τους, ωστόσο η πλήρης κατανόηση και η εξαιρετική καλλιτεχνική ομορφιά της, γίνεται αντιληπτή μόνο όταν αντιμετωπιστεί ως σύνολο, σαν μια ολότητα.

Στην τραγωδία “Αγαμέμνων”, το πρώτο μέρος της τριλογίας, η Κλυταιμνήστρα, γυναίκα του Αρχιστράτηγου της Τρωικής εκστρατείας, φονεύει τον Αγαμέμνονα όταν αυτός γυρίζει νικητής μετά τον αφανισμό της Τροίας. Στην δεύτερη τραγωδία, “Χοηφόροι” ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης, θα πάρει εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας την μάνα του, μεταβιβάζοντας τις συμφορές των προγόνων του, πάνω του. Στην τελευταία τραγωδία της Ορέστειας, “Ευμενίδες” ο Ορέστης, κυνηγημένος από τις Ερινύες προστρέχει στο ιερό των Δελφών, ζητώντας προστασία από τον Θεό Απόλλωνα, ο οποίος προέτρεψε τον Ορέστη να πράξει τον φόνο. Ύστερα αντιμετωπίζει την κρίση των Αθηναίων δικαστών όπου και αθωώνεται.

Οι Ερινύες τότε, γίνονται Ευμενίδες και λυτρώνουν τον Ορέστη από την πράξη του και ο ίδιος πλέον συμφιλιώνεται με Θεούς και ανθρώπους.

Ο Αγαμέμνων είναι η μεγαλύτερης σωζόμενη τραγωδία του Αισχύλου και τα πρόσωπα που συμμετέχουν είναι αρκετά σε σχέση με τις άλλες του τραγωδίες. Η τραγωδία αρχίζει με τον φρουρό που αγρυπνά προσευχόμενος στους Θεούς για το μήνυμα που περιμένει να έρθει από τις Φρυκτωρίες σχετικά με την νίκη των Αχαιών επί της Τροίας, το οποίο θα μετέφερε στην βασίλισσα Κλυταιμνήστρα. Το μήνυμα της νίκης έρχεται και με κραυγές χαράς σπεύδει να ενημερώσει την βασίλισσα. Ακολουθεί ο χορός , που απαρτίζουν δώδεκα Αργείοι γέροντες, οι οποίοι αγνοώντας τα νέα αναπολεί την εκστρατεία στην Τροία, την θυσία της Ιφιγένειας και τους δυσοίωνους χρησμούς που δόθηκαν αδυνατώντας να καταλάβει γιατί η Κλυταιμνήστρα έδωσε εντολή για θυσίες. Η Κλυταιμνήστρα πληροφορεί τους γέροντες για την άλωση της Τροίας και περιγράφει την διαδρομή που ακολούθησε το μήνυμα μέσω των φρυκτωριών. Ο Χορός τραγουδά την νίκη των Ελλήνων συγκινημένος. Υμνεί την δικαιοσύνη που τιμώρησε αυτούς που ατίμασαν τον οίκο του Μενέλαου αρπάζοντας την γυναίκα του. Ωστόσο σκεπτόμενοι την συμφορά που κατατρέχει την οικογένεια των Ατρειδών συγκρατούν την χαρά τους και περιμένουν επιβεβαίωση της νίκης από τον Κήρυκα που έρχεται από τον γιαλό.

Ο Κήρυκας με συγκίνηση χαιρετά τους συμπατριώτες του και ευχαριστώντας τους θεούς, αναγγέλλει την επικείμενη άφιξη του νικητή Βασιλιά και προτρέπει τους γέροντες να ετοιμάσουν υποδοχή που να αρμόζει στον Αγαμέμνονα. Ο χορός ωστόσο δίχως να μιλήσει ξεκάθαρα, υπονοεί πως η επιστροφή του Αγαμέμνονα στο Ανάκτορο δεν είναι τόσο επιθυμητή όσο νομίζει ο ίδιος. Η Κλυταιμνήστρα όμως εμφανίζεται και δείχνοντας χαρά για την επιστροφή του συζύγου της, στέλνει τον κήρυκα να ειδοποιήσει τον βασιλιά πως τον περιμένει η πιστή του σύζυγος. Οι γέροντες καταριούνται την Ελένη, που έγινε αιτία για τόσους θανάτους και καταστροφές, τέλος εξυμνούν την επιστροφή του βασιλιά τους δείχνοντας έτσι την αφοσίωσή τους σε αυτόν.

Ο Αγαμέμνονας εισέρχεται στην σκηνή μεγαλοπρεπώς πάνω σε άρμα έχοντας μαζί την μάντισσα Κασσάνδρα, αιχμάλωτή του κι ευχαριστεί τους θεούς , τον λαό και τον χορό για την υποδοχή. Η Κλυταιμνήστρα με μια προσποιητή χαρά καλωσορίζει τον σύζυγό της ωστόσο αντιμετωπίζεται από την απαξίωση και την ειρωνεία του Αγαμέμνονα. Το Βασιλικό ζευγάρι μπαίνει στο ανάκτορο πάνω σε πορφυρό χαλί, που διέταξε η Κλυταιμνήστρα να μπει για να μην πατήσει χώμα ο κατακτητής της Τροίας. Στην σκηνή ο χορός προβλέπει τις συμφορές που θα επακολουθήσουν εκφράζοντας μια αόριστη αγωνία. Η Κλυταιμνήστρα θα εμφανιστεί ξανά, καλώντας την Κασσάνδρα στο παλάτι, η μάντισσα όμως δεν αποκρίνεται και οργισμένη η Κλυταιμνήστρα εισέρχεται ξανά μέσα. Ο χορός την πείθει και η ίδια θρηνεί και επικαλείται τους Θεούς. Οραματίζεται τα εγκλήματα που βαραίνουν τον οίκο των Ατρειδών και προβλέπει τον θάνατο του Αγαμέμνονα και τον δικό της. Παρόλ΄αυτά θα ακολουθήσει την μοίρα της και θα μπει και αυτή στο Ανάκτορο.

Η Κραυγή του βασιλιά ακούγεται και η Κλυταιμνήστρα βγαίνει κρατώντας το τσεκούρι που τον αποκεφάλισε, ενώ θριαμβολογεί για τα κατορθώματά της. Σκότωσε τον Αγαμέμνονα, γιατί αυτός είχε θυσιάσει την κόρη τους την Ιφιγένεια και την Κασσάνδρα , γιατί της έκλεψε τον συζυγικό της ρόλο. Στο τέλος εμφανίζεται ο Αίγισθος, συνένοχος και ο ίδιος και αμετανόητος, ενώ ο χορός προειδοποιεί για τα δεινά που θα έλθουν από αυτή την ανόσια πράξη.

Στην τραγωδία “Χοηφόροι” Ο Ορέστης επιστρέφει από την Φώκαια στο Άργος συνοδευόμενος από τον φίλο του Πυλάδη για να θρηνήσει τον χαμό του πατέρα του. Εκεί βασιλεύουν η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αίγισθο. Την γαλήνη της Βασίλισσας, διαταράσσει ένα όνειρο που στέλνει ο Αγαμέμνονας. Η Βασίλισσα, ονειρεύτηκε πως αντί για βρέφος γέννησε φίδι, το οποίο την βύζαινε ρουφώντας αίμα αντί για γάλα.

Οι μάντεις προειδοποιούν την Βασίλισσα ερμηνεύοντας αυτό το δυσοίωνο όνειρο ως οργή των υποχθόνιων θεοτήτων. Ο Ορέστης παρευρίσκεται στον τάφο του πατέρα του, κρυμμένος παρακολουθώντας τον χορό των Χοηφόρων να προσφέρουν σπονδές στον Αγαμέμνονα. Ανάμεσά τους διακρίνει την αδελφή του Ηλέκτρα, η οποία αντιμετωπιζόταν ως δούλα στο ανάκτορο, με εντολή της μητέρας τους.

Ο αδελφός της αποφασίζει να της αποκαλυφτεί, ενώ της φανερώνει και το σχέδιό του για εκδίκηση. Ο Ορέστης μαζί με τον αδελφικό του φίλο, Πυλάδη, μεταμφιεσμένοι σε ξένους από της Φώκαια, ζητούν φιλοξενία στο παλάτι και παραπλανούν την Κλυταιμνήστρα ανακοινώνοντας της τον θάνατο του Ορέστη. Όταν η μητέρα του στέλνει κάποιον να φωνάξει τον Αίγισθο ο Ορέστης τους σκοτώνει και τους δύο, παίρνοντας εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα.

Μετά την πράξη αυτή, ο χορός προσφέρει λόγια παρηγοριάς στα δύο αδέλφια και προαναγγέλλει την κάθαρση του οίκου των Ατρειδών. Ο Ορέστης ωστόσο , τυραννιέται από της Ερινύες και έντρομος φεύγει από το παλάτι καταδιωκόμενος από τις τύψεις.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας Ορέστεια , “Ευμενίδες”, ο Ορέστης έχει καταφύγει στους Δελφούς, ως ικέτης στον ναό του θεού Απόλλωνα.

Η Ιέρεια θα μιλήσει για την ιστορία του ναού, ενώ όταν θα αποσυρθεί, ο Απόλλωνας θα ανταποκριθεί στην Ικεσία του Ορέστη για προστασία και θα τον συμβουλέψει να φύγει γρήγορα όσο οι Ερινύες κοιμούνται. 
Ο ίδιος ο Ερμής θα συνοδέψει τον Ορέστη στο ταξίδι του για την Αθήνα κατ' εντολή του ίδιου του Απόλλωνα. Από τον ναό βγαίνουν οι δύο θεοί και ο Ορέστης, ενώ μέσα οι κοιμούνται ακόμα οι Ερινύες.
 Ο Απόλλωνας θα υποστηρίξει τον Ορέστη στην απόφασή του για εκδίκηση, αφού ο ίδιος ο Θεός τον παρακίνησε να το κάνει.

Μέσα στον Ναό, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας εμφανίζεται και κατηγορεί της Ερινύες για απάθεια, ενώ τους ζητάει εκδίκηση, θεωρώντας πως η ίδια πλήρωσε για την ανόσια πράξη της. Αυτές τότε κατηγορούν τον Απόλλωνα ο οποίος προστατεύει τον Ορέστη και μη μπορώντας να πειστούν από τον λόγο υπεράσπισης του Θεού προς τον μητροκτόνο, συνεχίζουν την καταδίωξή του. Ο Απόλλων τότε οργισμένος τις πετάει έξω από τον ναό και ακολουθεί μια έντονη συζήτηση στην οποία θίγονται ζητήματα όπως το Δίκαιο και το Άδικο, η Εκδίκηση και η Εξιλέωση καθώς και το θέμα του Γάμου.

Ο Ορέστης καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Ακρόπολη και ζητάει Άσυλο στην Θεά Αθηνά και της ζητάει να τον κρίνει. Οι Ερινύες όμως τον καταδιώκουν και εκεί ο Ορέστης, ικέτης αγκαλιάζει το άγαλμα της Αθηνάς, η οποία, αν και βρισκόταν στην Τροία εισάκουσε την προσευχή του και την ικεσία του και παρουσιάστηκε ενώπιόν τους.

Αμφότερες οι πλευρές, ο Ορέστης από την μία και μία από τις Ερινύες εκπροσωπώντας και τις υπόλοιπες, προβάλουν τα επιχειρήματά τους. Ο Ορέστης διηγείται τα γεγονότα μπροστά στην Θεά. Η Θεά τότε αποφαίνεται να γίνει ψηφοφορία επειδή η υπόθεση είναι εξαιρετικά περίπλοκη.

Οι Ερινύες , απειλούν πως στην περίπτωση που θα αθωωθεί ο Ορέστης, θα προκαλέσουν δεινά στην γη της Αθήνας και θα ξεκινήσουν έναν αιματηρό κύκλο φόνων των γονέων από τα παιδιά τους. Η Αθηνά διατάσσει τον κήρυκα να καλέσει σε σύναξη τους Αθηναίους, ενώ καταφθάνει και ο ίδιος ο Απόλλων.

Το δικαστήριο αρχίζει την ψηφοφορία η οποία καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα ισοψηφίας. Η Αθηνά, δίνει την τελευταία ψήφο υπέρ του Ορέστη κι έτσι ο Ορέστης αθωώνεται, έχοντας κριθεί από Θεούς και ανθρώπους.Οι Ερινύες οργισμένες, καθησυχάζονται από την Θεά Αθηνά, η οποία τους υπόσχεται θυσίες από τους Αθηναίους προκειμένου να εξευμενιστούν.

Οι Ερινύες δέχονται και μετατρέπονται σε Ευμενίδες, ήρεμες και πράες θείες οντότητες συγχώρεσης και λύτρωσης. Ο Ορέστης αθώος και απαλλαγμένος πλέον από την βαριά μοίρα αποχωρεί ενώ οι Αθηναίοι συνοδεύουν κάτω από τον Άρειο πάγο τους Θεούς και τους θνητούς και τους αποχαιρετούν.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές.
Επτά επί Θήβας - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος.
Χοηφόροι - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος
Προμηθέας Δεσμώτης - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος
Αγαμέμνων - “Αισχύλος” Εκδ. Κακτος
Αποσπάσματα - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος
Πέρσαι - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος
Ικέτιδες - “Αισχύλος” Εκδ. Κάκτος
Ευμενίδες - “Αισχύλος” Εκδ.
Αριστοτέλης - Ηθικά Νικομάχειαεκδ. Κάκτος. 
Παυσανίας “Ελλάδος Περιήγησις “ Εκδ. Κάκτος
G. Thomson - Aeschylus & Athens: a study in the social origins of drama1967,
Gilbert Murray, "Αισχύλος. 
Ο δημιουργος της τραγωδίας.",Καρδαμιτσα, (Αθήνα 1993) 
Εγκυκλοπαίδεια
 Δομή 
Πλάτων “Πολιτεία” Εκδόσεις Κάκτος.
Σαλούστιος “ Περί θεών και κόσμου” Εκδόσεις Κάκτος. 
Ηρόδοτος “Άπαντα” Εκδ. Κάκτος.