Ξενοφώντας

Ξενοφών (431 πΧΧ - 353 πΧΧ)

Ο Ξενοφώντας ήταν Αθηναίος από εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων- εκτροφέων αλόγων και γεννήθηκε περίπου στο 431 πΧ στο δήμο Ερχία της Αττικής (στα σημερινά Σπάτα). Άνηκε στην τάξη των ιππέων. Ο πατέρας του ήταν ο Γοργίας και η μητέρα του η Διοδώρα. Η σωματική του διάπλαση ήταν πολύ καλή και οι γονείς του έδωσαν έμφαση στην εξάσκησης του μέσω της γυμναστικής και της ιππασίας. Συγχρόνως, όπως ήταν συνηθισμένο ανάμεσα στις ευκατάστατες οικογένειες της Αθήνας, ο Ξενοφώντας έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Ήρθε σε επαφή με τους διάσημους ρήτορες και φιλοσόφους της εποχής του, όπως τον ρήτορα Ισοκράτη, τον σοφιστή Πρόδικο (αν και για τους σοφιστές έτρεφε γενικότερα έντονη αντιπάθεια) και τον Σωκράτη. Ο τελευταίος τον επηρέασε βαθύτατα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποια μετέπειτα συγγραφικά του έργα αφορούσαν καίριες στιγμές της ζωής του Σωκράτη και απόψεις του, όσον αφορά διάφορα θέματα. Άνετα ο Ξενοφώντας μπορεί να θεωρηθεί η προσωποποίηση του «καλού και αγαθού» ατόμου, που ήταν αρεστό ως πρότυπο ανθρώπου στην αρχαία Ελλάδα. Με άλλα λόγια είχε καταφέρει να έχει ένα υγιές πνεύμα (μέσω της μόρφωσής του), μέσα σε ένα δυνατό και υγιές σώμα (μέσω της συνεχούς σωματικής άσκησης). Σε γενικές γραμμές είχε ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων και ήταν αρκετά ευσεβής στην προσωπική του ζωή. Πάντως, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα από την παιδική του ηλικία.

Έμεινε γνωστός για το συγγραφικό του έργο. Ένα από τα πιο σημαντικά του συγγράμματα είναι τα «Ελληνικά», τα οποία είναι η συνέχεια της ιστορίας του Θουκυδίδη, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει την εξιστόρηση του πελοποννησιακού πολέμου, γιατί πέθανε. Επομένως, στα «Ελληνικά», το οποίο είναι χωρισμένο σε 7 βιβλία, βλέπουμε τα δρώμενα του Πελοποννησιακού πολέμου από το 411 πΧ έως το 403. Αλλά, επίσης, αναφέρεται στην αλλαγή του πολιτεύματος της Αθήνας, με την επιβολή από την νικήτρια Σπάρτη της τρομερή διακυβέρνηση των 30 τυράννων, η οποία, ευτυχώς, διήρκησε μόνο για 8 μήνες. Είναι γεγονός ότι οι τύραννοι εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία που πήραν στα χέρια τους, ώστε να αιματοκυλήσουν την Αθήνα, εξολοθρεύοντας όλους τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Εικάζεται ότι κατά τη διακυβέρνηση τους πέθαναν περισσότεροι πολίτες, από ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, ο Ξενοφώντας, όπως και τόσοι άλλοι αθηναίοι της εποχής του, που βίωσαν την πτώση της πόλης τους και τα δεινά που επακολούθησαν, να κατηγορούν το πολίτευμα της δημοκρατίας για αυτό. Βέβαια, απεχθανόταν εξίσου κάθε ανεξέλεγκτο καθεστώς, όπως αυτό των 30 τυράννων. Στα «Ελληνικά» πάντως προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερος στις περιγραφές του.

Μετά το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, αρκετοί έλληνες αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους σε βαρβαρικές περιοχές, όπου δούλευαν ως μισθοφόροι. Έτσι και ο Ξενοφώντας αποφάσισε να συμμετάσχει ως παρατηρητής στην εκστρατεία του Κύρου, εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β’, μετά από γράμμα που του έστειλε ο Βοιωτός φίλος του, Πρόξενος. Βέβαια όταν έδειξε το γράμμα στον Σωκράτη, εκείνος (θέλοντας να τον προστατεύσει) τον προέτρεψε να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών. Όντως, έτσι έπραξε ο Ξενοφών και έθεσε το ερώτημα: «Σε ποιους θεούς θα έπρεπε να θυσιάσει και να προσευχηθεί ώστε να γυρίσει σώος;». Βέβαια, ο Σωκράτης όταν το έμαθε τον επέπληξε, επειδή θεώρησε ότι το ερώτημα ήταν λάθος και ότι θα έπρεπε να είχε ρωτήσει αν θα ήταν σωστό να πάει στην εκστρατεία ή όχι! Τελικά, ο Ξενοφώντας αποφάσισε να αφήσει πίσω του μια πιθανή φιλοσοφική πορεία και να ακολουθήσει το μισθοφορικό σώμα, που αποτελείτο από 10.000 Έλληνες στρατιώτες από όλες τις ελληνικές πόλεις. Οι έλληνες δεν γνώριζαν από την αρχή ότι ο σκοπός του Κύρου ήταν η εκθρόνιση του αδελφού του. Όταν τελικά το συνειδητοποίησαν ήταν πολύ αργά ώστε να υπαναχωρήσουν. Η εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή για την παράταξη του Κύρου, αφού πέθανε το 401 πΧ στην μάχη στα Κούναξα. Οι στρατηγοί των ελληνικών δυνάμεων επίσης σκοτώθηκαν από τον σατράπη Τισσαφέρτη και έτσι οι επιζήσαντες έλληνες έμειναν χωρίς αρχηγούς. Έπειτα από ψηφοφορία, ο Ξενοφών ήταν ο 5ος που εκλέχθηκε ως στρατηγός, ώστε να τους καθοδηγήσει πίσω στην Ελλάδα. Η περιπέτεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα από την μία να τον αναδείξει σε ικανότατο στρατηγό και από την άλλη την συγγραφή ενός άλλου εκπληκτικού ιστορικού έργου, το οποίο επονομάστηκε «η κάθοδος των Μυρίων». Αρχικά, λοιπόν, έφτασαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις αρχές του 400 πΧ, και εν συνεχεία στην Θράκη, όπου μπήκαν στη δούλεψη του βασιλιά Σεύθη των Οδρυσών, έως ότου ο τελευταίος αθέτησε την συμφωνία που είχαν κάνει. Τελικά, όταν έφτασαν στην Πέργαμο, το 399, ενώθηκαν με τους σπαρτιάτες (υπό την ηγεσία του στρατηγού Θίβρανα), που είχαν πάει στα παράλια της Μικράς Ασίας, ώστε να απελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις από την βαρβαρική υποτέλεια. Λίγο αργότερα ήταν που γνωρίστηκε με τον βασιλιά των σπαρτιατών, Αγησίλαο Β’, τον οποίο θαύμασε και συνδέθηκε μαζί του φιλικά. Τον επηρέασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε άνετα μπορούμε να τοποθετήσουμε τον Αγησίλαο σε ισότιμη θέση με τον Σωκράτη, ως τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του, όσον αφορά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο Ξενοφώντας εντυπωσιάστηκε από τον σπαρτιάτικο τρόπο ζωής, σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε στους 2 γιους του ( Γρύλλο και Διόδωρο, που είχε αποχτήσει από την γυναίκα του Φιλήσια, την οποία είχε παντρευτεί όταν βρισκόταν στην Θράκη) σπαρτιάτικη αγωγή. Θέλοντας να εξυμνήσει τους σπαρτιάτες και την στρατιωτική τους αγωγή, έγραψε δύο επιπλέον σημαντικά έργα: «Αγησίλαος» και «Λακεδαιμονίων πολιτεία». Γενικότερα, πολλοί από τους απογοητευμένους Αθηναίους είχαν την τάση εκείνη την εποχή να «λακωνίζουν», δηλαδή, να θεωρούν ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν πιο πετυχημένο από όλα τα άλλα υπάρχοντα πολιτεύματα. Βέβαια, ο Ξενοφώντας είχε και έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο αντιπαθούσε την δημοκρατία. Την θεωρούσε υπεύθυνη για την εκτέλεση του αγαπημένου του δασκάλου, Σωκράτη.

Το 394, η Σπάρτη τους κάλεσε πίσω τις δυνάμεις τις από την Μικρά Ασία, ώστε να αντιμετωπίσουν τον αντισπαρτιάτικο συνασπισμό στην μάχη της Κορωνείας. Ο Ξενοφώντας αποφάσισε να ακολουθήσει τον φίλο του Αγησίλαο, θέτοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του εχθρό της ίδιας του της πόλης, Αθήνας. Μάλιστα, μετά από την νίκη των σπαρτιατών , πήγε μαζί με τον Αγησίλαο στους Δελφούς, όπου τοποθέτησαν προσφορά στον θεό Απόλλωνα, μπροστά από τον θησαυρό των Αθηναίων. Αποτέλεσμα αυτής του της κίνησης ήταν να καταδικαστεί από τους αθηναίους για προδοσία -λακωνισμό και να καταδικαστεί σε δήμευση της περιουσίας του και ταυτόχρονα σε εξορία*. Στάθηκε τυχερός στο γεγονός ότι οι σπαρτιάτες θέλησαν να τον τιμήσουν για την προσφορά του, επιτρέποντας του να παραμείνει στην Σπάρτη, παρέχοντάς του την λεγόμενη «προξενίαν». Συγχρόνως, του έδωσαν ένα μεγάλο αγρόκτημα στην Τριφυλία (δηλαδή στο Σκιλλούντα της Ηλείας, το οποίο βρίσκεται μία ώρα από την Ολυμπία), όπου και παρέμεινε με την οικογένεια του από το 394 και για περίπου 20 χρόνια. Εκεί, έχτισε έναν ναό προς τιμή της Αρτέμιδος, της θεάς του κυνηγιού, καθιερώνοντας κάθε χρόνο να γίνεται μια περίλαμπρη γιορτή. Από τον πατέρα του είχε μάθει, ήδη από τα παιδικά του χρόνια, πως να διαχειρίζεται ένα αγρόκτημα. Τα χρόνια που διέμεινε εκεί ήταν ήσυχα και ευτυχισμένα. Οι ενασχολήσεις του είχαν να κάνουν με τη γεωργία, το κυνήγι, τα συμπόσια και την συγγραφή. Θεωρούσε το κυνήγι τον πιο σωστό τρόπο εξάσκησης για τον πόλεμο, σε καιρό ειρήνης. Τις θεωρίες του αυτές μάλιστα τις ανέλυσε στο έργο του «Ιππαρχικός». Γενικότερα, ο Ξενοφών λάτρευε τα άλογα από παιδί και στο «Περί ιππικής» ανέλυσε τον τρόπο περιποίησης τους. Δυστυχώς, αυτή η ανέμελή του ζωή έμελλε να λήξει το 371, όπου οι Σπαρτιάτες έχασαν στην μάχη των Λεύκτρων και οι Ηλείοι πήραν πάλι τον έλεγχο της περιοχής, όπου ζούσε ο Ξενοφώντας. Επομένως, αναγκαστικά μετοίκισε αρχικά στο Λέπρεο και εν συνεχεία στην Κόρινθο, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν, αργότερα, η Σπάρτη και η Αθήνα συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη δύναμη των Θηβαίων, το 367, ήταν που άρθηκε τελικά η απόφαση για την εξορία του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ποτέ επισκέφτηκε ξανά την πατρίδα του ή ακόμα κι αν ξαναέζησε καθόλου εκεί. Πάντως μας είναι γνωστό ότι έστειλε τους 2 γιους του να πολεμήσουν με τους αθηναίους, στην τάξη των ιππέων, όπως είχε κάνει άλλωστε κι ο ίδιος στα νιάτα του. Δυστυχώς, στην μάχη της Μαντινείας, το 362, σκοτώθηκε ο γιος του, Γρύλλος. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι αθηναίοι τίμησαν ιδιαιτέρως τον πεσόντα υιό του Ξενοφώντα. Ο ίδιος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 353 πΧ και ο Παυσανίας αναφέρει ότι όταν πέρασε από τον Σκιλλούντα οι περίοικοι του έδειξαν τον τάφο του Ξενοφώντα.

Ο Ξενοφώντας ως στρατηγός είχε σπάνια ηγετικά προσόντα. Συγχρόνως, ήταν ένας σημαντικός συγγραφέας, ο οποίος μας άφησε 15 έργα. Μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος χρονογράφος, αφού συνήθιζε να περιγράφει προσωπικές εμπειρίες και να αναφέρει την προσωπική του άποψη για το τι συνέβαινε, χωρίς όμως να έχει διεισδυτικότητα στα γεγονότα, εξετάζοντας τα βαθύτερα αίτια, όπως έκανε ο Θουκυδίδης. Με φιλοσοφικά προβλήματα ασχολήθηκε ελάχιστα, σχεδόν καθόλου. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν η αττική και μας προϊδεάζει για την «κοινή» γλώσσα, που θα χρησιμοποιηθεί αργότερα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία , κατά τους ελληνιστικούς χρόνους . Από την αρχαιότητα τον αποκαλούσαν «αττική μέλισσα». Το ύφος του ήταν αρκετά περιγραφικό, οι εκφράσεις του ήταν πάντα ακριβείς κι η αφήγησή του μπορεί εύκολα να συναρπάσει τον αναγνώστη. Οι αλεξανδρινοί γραμματικοί , καθώς και όλοι οι μετέπειτα φιλόλογοι, τον κατατάσσουν ως τον 3ο πιο σημαντικό ιστορικό, μετά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Όπως και ο Ηρόδοτος, αποδίδει διάφορα γεγονότα στην παρέμβαση των θεών, καθώς και στην Ειμαρμένη. Γενικότερα είχε μία έντονη θρησκευτικότητα. Ήδη από την αρχή της Αναγέννησης, η συγγραφική του δουλειά μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Παρά τις όποιες τυχών αδυναμιών του, τα έργα του εδώ και αρκετούς αιώνες χρησιμοποιούνται στη διδακτική ύλη των σχολείων και η συνεισφορά του στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αδιαμφισβήτητη.

 

ΕΥ ΠΡΑΤΤΕΙΝ