Νιλς Μπόρ

Τον Σεπτέμβριο του 1927, ο Μπορ υπέβαλε την αρχή συμπληρωματικότητάς του η οποία έδωσε μια φυσική ερμηνεία των σχέσεων αβεβαιότητας του Χάισενμπεργκ. Πρότεινε τη συμπληρωματικότητα των αντιλήψεων και των εικόνων, του σωματίου-κύματος, των συζευγμένων μεταβλητών, της κβαντικής εξέλιξης - κλασσικές μετρήσεις κλπ σαν μια πλήρως νέα ερμηνεία των θεμελίων της κβαντικής θεωρίας.

Σε αυτή τη δημοσίευση υποστήριξε τις ιδέες του, εναντίον των συνεχών προσπαθειών, που υπήρχαν από τους αντιπάλους της κβαντικής θεωρίας, ώστε να αποβληθούν από αυτήν αντιληπτές δυσκολίες όπως η δυαδικότητα κύματος-σωματιδίων του φωτός και πολλών άλλων ατομικών φαινομένων. Το σημείο από το οποίο ξεκινούσε ήταν πως κάποιος δεν μπορούσε να διακρίνει ικανοποιητικά μεταξύ της πραγματικής συμπεριφοράς των ατομικών αντικειμένων, και της αλληλεπίδρασης τους με τα όργανα μέτρησης που εξυπηρετούν στον καθορισμό των όρων κάτω από τους οποίους εμφανίζονται τα φαινόμενα.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι οι ενδείξεις που λαμβάνονται για τα αντικείμενα ατομικού μεγέθους, κάτω από διαφορετικές πειραματικές συνθήκες, δεν μπορούν να σχηματίσουν μια μοναδική εικόνα για το αντικείμενο, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές. Μ' αυτό εννοούσε ότι μόνο το σύνολο των παρατηρήσεών μας, δηλαδή μόνον όλες μαζί οι εκδηλώσεις του φαινομένου, εξαντλούν όλες τις δυνατές πληροφορίες για τα αντικείμενα. Ο Μπορ έμεινε πιστός στην αρχή αυτή και την αναπαράστησε το 1947 στο οικόσημό του με το ρητό: Contraria sunt complementa (Τα αντίθετα είναι συμπληρωματικά) πάνω από τα σύμβολα της ανατολικής φιλοσοφίας Γιν και Γιανγκ.

Μαζί με το Αξίωμα της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ και τα κύματα πιθανότητας του Μαξ Μπορν, αυτή η αρχή εμφανίστηκε στο προσκήνιο στη διάσκεψη του Solvay του 1930 (η τελευταία φορά που την παρακολούθησε ο Αϊνστάιν) ως πιό αυθεντική και ως η ευρύτατα αποδεκτή θεωρία, για να περιγράψει τα ατομικά φαινόμενα.

Ο Μπορ σκέφθηκε ότι οι ιδέες του σχετικά με τη συμπληρωματικότητα μπορούν να παίξουν ένα σπουδαίο ρόλο σε άλλα πεδία εκτός από την κβαντική φυσική και εργάστηκε πάνω σε αυτές τις ιδέες σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Μελέτησε εφαρμογές στη βιολογία, την ψυχολογία και την επιστημολογία.

Έχει προταθεί ότι η ιδέα της συμπληρωματικότητας προήλθε από πεδία εκτός της φυσικής, μερικοί μάλιστα που υποστηρίζουν ότι οι ρίζες της ιδέας προήλθαν από τις συζητήσεις με τον πατέρα του, τον Κρίστιανσεν και το φιλόσοφο Χόφντινγκ όταν ήταν ακόμα στο σχολείο.

Πηγή: www.physics4u.gr